Αιγίμιος (έπος)

Ηρακλής τοξότης
Εμίλ Αντουάν Μπουρντέλ (1909)
Μουσείο Ορσαί (Παρίσι)
Ο Αιγίμιος ήταν ένα μικρό έπος δύο βιβλίων που οι αρχαίοι απέδιδαν, σύμφωνα με τον Αθήναιο, άλλοτε στον Ησίοδο και άλλοτε στον Κέρκωπα τον Μιλήσιο[1].

Σώθηκαν οκτώ μόλις αποσπάσματα[2] που κάνουν λόγο για τις περιπέτειες της Ιούς, τον Άργο, την Θέτιδα και τον Πηλέα, τον Φρίξο και τους Αργοναύτες. Φιλολογικές μελέτες αποδεικνύουν ωστόσο ότι τα παραπάνω ιστορίες ήταν εμβόλιμες διηγήσεις και ότι το πρωταρχικό θέμα του έργου ήταν τα κατορθώματα του Ηρακλή, συμμάχου του βασιλιά των Δωριέων Αιγιμίου στον πόλεμο του ενάντια στους Λαπίθες και τους Δρύοπες.[3]


1. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, βιβλίον XI. p 503·
   [Καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσας εἴθ´ Ἡσίοδός ἐστιν ἢ Κέρκωψ ὁ Μιλήσιος].
2. H.G Evelyn-White, Hesiod, the Homeric hymns and Homerica (1914), "Αιγίμιος", σελ. 270 -274.
3. A. Severyns, Le cycle épique dans l'école d'Aristarque, "Aegimios". σελ. 178-182, Droz, 1928.
•  J. Schwartz, Pseudo- Hesiodeia, "Aegimios", σελ. 261- 295, Brill , 1960.
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Αλκμαιωνίς / Αλκμεωνίς

Η Ἀλκμαιωνίς Ἀλκμεωνίς) ήταν ένα -χαμένο σήμερα- έπος γραμμένο από κάποιον άγνωστο ποιητή τον 7ο ή 6ο π.Χ. αιώνα. Ως κεντρικό χαρακτήρα είχε τον Αλκμαίωνα, τον γιο του Αμφιάραου, και το περιεχόμενό του ήταν ανάλογο με το περιεχόμενο των Επιγόνων. (Ορισμένοι μάλιστα μελετητές υποστήριξαν ότι τα δύο έπη, η "Αλκμαιωνίς" και οι "Επίγονοι", ταυτίζονταν ή ότι το πρώτο ήταν απλώς ένα από τα τμήματα του δεύτερου -άποψη που σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.)

Το περιεχόμενο της Αλκμαιωνίδος

Σύμφωνα με τον Βέλγο ελληνιστή Αλμπέρ Σεβερένς (Albert Severyns)[1] το περιεχόμενο της Αλκμαιωνίδας ήταν περίπου το εξής:
• Ένας χρησμός είχε πληροφορήσει τους Επιγόνους ότι προκειμένου να κατακτήσουν την Θήβα όφειλαν να κάνουν αρχηγό της εκστρατείας τους τον Αλκμαίωνα . Ο Αλκμαίων παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, μετά και από την πιεστική παρέμβαση της μητέρας του (της Εριφύλης), δέχθηκε τελικά την πρόκληση και τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος.
• Στον Γλίσαντα σκότωσε τον βασιλιά της Θήβας Λαοδάμαντα (ο οποίος προηγουμένως είχε φονεύσει τον γιο του Άδραστου, τον Αιγιαλέα), κατέκτησε την Θήβα και επέστρεψε θριαμβευτής στο Άργος.
• Στην Αλκμαιωνίδα παρεμβάλλονταν επίσης (όπως προκύπτει από τα σωζόμενα αποσπάσματα[2]) και ιστορίες σχετικές με τον Τυδέα, τον Πηλέα, τον Πέλοπα, τον Ατρέα και τον Θυέστη[3].
• Το μεγαλύτερο όμως μέρος του έπους καταλάμβανε η εξιστόρηση του κρίματος του Αλκμαίωνα, δηλαδή της μητροκτονίας που αυτός (ως άλλος Ορέστης) διέπραξε σκοτώνοντας την Εριφύλη για να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του.

Αμφιαράου εξέλασις

Αμφιάραος
κλεμμένο ανάγλυφο από τον Ωρωπό
στο Μουσείο της Περγάμου (Βερολίνο)
H Αμφιαράου εξέλασις [Ἀμφιαράου ἐξελασίη ἐς Θήβας], δηλαδή η εκστρατεία του Αμφιάραου στην Θήβα, ήταν ένα από τα επικά ποιήματα που αποδιδόταν (από τον ψεύδο-Ηρόδοτο[1] και τον Ησύχιο τον Μιλήσιο[2]) στον Όμηρο. Φαίνεται πως είχε ανάλογο περιεχόμενο μ' αυτό της Θηβαΐδος, και γι' αυτό ορισμένοι μελετητές υπέθεσαν ότι ίσως να ήταν απλώς ένας άλλος τίτλος για την Θηβαΐδα ή να αποτελούσε κάποιο από τα τμήματά της.

Από την Αμφιαράου εξέλασιν σώθηκε μόνον ένα τρίστιχο απόσπασμα[3](που βέβαια κάλλιστα θα μπορούσε να προέρχεται και από την Θηβαΐδα), στο οποίο ο Αμφιάραος συμβουλεύει τον μικρό του γιο, τον Αμφίλοχο, με αυτά τα λόγια:
      του χταποδιού, παιδί μου, ήρωα Αμφίλοχε, να έχεις την νοοτροπία
      να προσαρμόζεσαι σε κάθε λαό, όπου πηγαίνεις
      να γίνεσαι κάθε φορά διαφορετικός ακολουθώντας του τόπου [τις συνήθειες].[4]
Χρἠστος Μπελόπουλος


1. Hugh G. Evelyn-White, Hesiod, the Homeric hymns and Homerica (1914), "Ἀμφιαράου ἐξέλασις" [The expedition of Amphiaraus], σελ. 532.

2. M.L. West, Homeric Hymns. Homeric Apocrypha, "Lives of Homer 6 - Hesychius Milesius", σελ. 430, Loeb Classical Library 496, Harvard University Press, 2003.

3. Ομηρικά - Επικός κύκλος, "Ἀμφιαράου ἐξέλασις", σελ. 143-147, εκδ. Κάκτος, 2005.

4.  Πολύποδός μοι, τέκνον, ἔχον νόον, Ἀμφίλοχ᾿ ἥρως
    τοῖσιν ἐφαρμόζειν, τῶν κατὰ δῆμον ἵκηαι,
    ἄλλοτε δ᾿ ἀλλοῖος τελέθειν καὶ χώρῃ ἕπεσθαι.

(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια .)

Δαναΐς (έπος)

Δαναΐδες (1900) του Φερνάντ Σαμπατέ
Η Δαναΐς ήταν ένα έπος που αποτελούνταν από 6.500 στίχους και διηγιόταν την ιστορία των Δαναΐδων.[1] Ο συγγραφέας του και η εποχή στην οποία γράφτηκε μας είναι παντελώς άγνωστα. Σώθηκαν μόνο δύο στίχοι από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα [2] και ένα απόσπασμα σε πεζό λόγο από τον Αρποκρατίονα.[3]  
"Αγρέας"

1. P. Kroh, Λεξικό Αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, 1996.
2.  Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Στρωματείς IV.  
         Καὶ τότ' ἄρ' ὡπλίζοντο θοῶς Δαναοῖο θύγατρες
         πρόσθεν ἐυρρεῖος ποταμοῦ Νείλοιο ἄνακτος.

(G. Kinkel, Epicorum Graecorum fragmenta, "Danais", σελ. 78.)
3. Αρποκρατίων, λήμμα: "Αὐτόχθονες"· 
    [Ὁ δὲ Πίνδαρος καὶ ὁ τὴν Δαναΐδα πεποιηκώς φασιν Ἐριχθόνιον καὶ Ἥφαιστον ἐκ τῆς γῆς φανῆναι].
 (Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Επίγονοι (έπος)

Οι Επίγονοι ήταν ένα επικό ποίημα επτά χιλιάδων στίχων[1] που διηγιόταν την πολιορκία και τελικά την άλωση της Θήβας από τους γιους [τους Επιγόνους] των επτά Αργείων ηγεμόνων ["Επτά επί Θήβας"], οι οποίοι δέκα χρόνια πρωτύτερα είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς τότε την κατάληψη της ίδιας πόλης.

Οι Επίγονοι ανήκαν (μαζί με τη Οιδιπόδεια και τη Θηβαΐδα) στον θηβαϊκό επικό κύκλο και ως πιθανός ποιητής τους αναφερόταν (με επιφύλαξη) άλλοτε ο Όμηρος[2] και άλλοτε ο Αντίμαχος ο Τήιος[3].

Περιεχόμενο και αποσπάσματα

Η άλωση της Θήβας

Μυκηναίοι πολεμιστές
Σε γενικές γραμμές το (υποτιθέμενο) περιεχόμενο των Επιγόνων ήταν το εξής: Οι Επίγονοι έχοντας επικεφαλής αυτήν την φορά τον Αιγιαλέα, τον γιο του Άδραστου, νίκησαν αρχικά τον γιο του Ετεοκλή και βασιλιά της Θήβας Λαοδάμαντα στη μάχη του Γλίσαντα. Οι Θηβαίοι αναγκάσθηκαν τότε να υποχωρήσουν και να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη της πόλης τους, αλλά ύστερα από μια σύντομη πολιορκία παραδόθηκαν. Οι νικητές τοποθέτησαν στο θρόνο της Θήβας τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, και αφιέρωσαν στο μαντείο των Δελφών τον αιχμάλωτο μάντη Τειρεσία και την κόρη του Μαντώ. Ο Τειρεσίας όμως καθ' οδόν προς τους Δελφούς πέθανε και η Μαντώ μετά από λίγο κατέφυγε στην Κολοφώνα[4]. Όλοι οι Επίγονοι, εκτός από τον Αιγιαλέα που σκοτώθηκε, επέστρεψαν σώοι και θριαμβευτές στις πατρίδες τους.

Επικιχλίδες

Όμηρος
(λεπτομέρεια από την τοιχογραφία
"Παρνασσός" του Ραφαήλ)
Οι Ἐπικιχλίδες ήταν ένα μικρό ερωτικό έπος από το οποίο κανένας στίχος δεν έχει σωθεί. Γνωρίζουμε μόνον ότι κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Κλέαρχος ο Σολεύς, ο Ησύχιος ο Μιλήσιος[1] και ο ψευδο-Ηρόδοτος, το απέδιδαν στον Όμηρο. Ο ψευδο- Ηρόδοτος προσέθετε μάλιστα ότι οι Επικιχλίδες ήταν ένα από τα πολλά "παίγνια" [διασκεδαστικά ποιήματα] που έγραψε ο Όμηρος την εποχή που διέμεινε στη Βολισσό της Χίου.[2]

Ο Αθήναιος επικαλούμενος παλαιότερη μαρτυρία του ιστορικού Μέναιχμου γράφει ότι το ποίημα ονομάσθηκε Επικιχλίδες, επειδή κάποτε ο Όμηρος τραγουδώντας το σε παιδιά έλαβε ως δώρο-ανταμοιβή κίχλες [κίχλη: το μικρό πουλί τσίχλα].[3]

Ίσως όμως το όνομα του τίτλου να σχετίζεται περισσότερο με την λέξη "κιχλισμοί", που σήμαινε τα δυνατά γέλια ή τους καγχασμούς.[4] 
Χρήστος Μπελόπουλος

 
Σημειώσεις
1. M. L. West , Homeric Hymns. Homeric Apocrypha. Lives of Homer, "Epikichlides", σελ. 254-257, Loeb Classical Library 496. Harvard University Press, 2003.

2. M. L. West, ό.π. [καὶ τοὺς Κέρκωπας καὶ Βατραχομαχίαν καὶ Ψαρομαχίην καί Ἑπταπακτικήν καὶ Ἐπικιχλίδας καὶ τἄλλα πάντα ὅσα παίγνιά ἐστιν Ὁμήρου ἐνταῦθα ἐποίησε παρὰ τῷ Χίῷ ἐν Βολισσῷ].

3. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 2.68· [ὅτι τὸ εἰς Ὅμηρον ἀναφερόμενον ἐπύλλιον, ἐπιγραφόμενον δὲ Ἐπικιχλίδες, ἔτυχε ταύτης τῆς προσηγορίας διὰ τὸ τὸν Ὅμηρον ᾁδοντα αὐτὸ τοῖς παισὶ κίχλας δῶρον λαμβάνειν, ἱστορεῖ Μέναιχμος ἐν τῷ περὶ τεχνιτῶν]. Perseus (Ath. 2.68)

4. Brill's New Pauly Encyclopedia Of The Ancient World,  " Epikichlides". Brill Online
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια .)

Θεσπρωτίς (έπος)

Οδυσσεύς
(άγαλμα ρωμαϊκής εποχής)
Η Θεσπρωτίς ήταν ένα από τα πολύ παλιά και πρόωρα χαμένα επικά ποιήματα.

Εκτός από τον τίτλο του, που αναφέρεται μία και μοναδική φορά από τον Παυσανία[1], δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τίποτε άλλο γι' αυτό. Εικάζουμε μόνον ότι πραγματευόταν τις περιπέτειες του Οδυσσέα στην Θεσπρωτία και ότι ήταν η πηγή της μεταγενέστερης Τηλεγονείας.[2] (Υπάρχουν βέβαια και οι μελετητές που, αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι η Θεσπρωτίς ήταν απλά και μόνον μια άλλη ονομασία της Τηλεγονείας ή ίσως κάποιο από τα βιβλία της.)

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι ένα ποίημα για τους Θεσπρωτούς, δηλαδή μια "Θεσπρωτίδα", είχε γράψει και ο (μυθικός) ποιητής Μουσαίος, το οποίο κατέκλεψε αργότερα ο Ευγάμμων ο Κυρηναίος (ο φερόμενος και ως δημιουργός της Τηλεγονείας).[3]


 Σημειώσεις
1. Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, "Αρκαδικά", 12.5.
2. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 138, εκδ. Κυριακίδη, 2011.
  P. Kroh, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, λήμμα: "Θεσπρωτίς", εκδ.USP, 1996.
3. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, 6.25.1· [αὐτοτελῶς γὰρ (οἱ Ἐλληνες) τὰ ἑτέρων ὑφελόμενοι ὡς ἴδια ἐξήνεγκαν, καθάπερ Εὐγάμμων ὁ Κυρηναῖος ἐκ Μουσαίου τὸ περὶ Θεσπρωτῶν βιβλίον ὁλόκληρον].
Να σημειωθεί πάντως ότι ο Μουσαίος είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που χάνεται, όπως και ο δάσκαλός του ο Ορφέας, στην αχλή του μύθου.
(Παραλλαγή του άρθρου αυτού δόθηκε για δημοσίευση καιστην ελληνική Βικιπαίδεια.)

Θηβαΐς (έπος)

Η Θηβαΐδα [Θηβαΐς], ένα μεγάλο πολύ παλιό και χαμένο σήμερα επικό ποίημα 7000 στίχων,[1] διηγιόταν την διαμάχη και τον αλληλοσκοτωμό των γιων του Οιδίποδα (του Πολυνείκη και του Ετεοκλή) και τον αφανισμό των Επτά ηγεμόνων, οι οποίοι υπό την αρχιστρατηγία του βασιλιά του Άργους Άδραστου, επιχείρησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Θήβα -μια ιστορία που μας είναι κυρίως γνωστή από τις τραγωδίες Επτά επί Θήβας του Αισχύλου και Φοίνισσαι του Ευριπίδη.

 1. Ο ποιητής της Θηβαΐδος

Ετεοκλής και Πολυνείκης (;)
Η Θηβαΐδα μαζί με την Οιδιπόδεια και τους Επιγόνους συναποτελούσε τον θηβαϊκό επικό κύκλο[2], ο οποίος πραγματευόταν τους σχετικούς με το γένος των Λαβδακιδών[3] μύθους. Ο Παυσανίας (ο οποίος εκτιμούσε ότι η Θηβαΐς υπολειπόταν σε ποιητική αξία μόνον της Ιλιάδας και της Οδύσσειας[3]), αναφέρει ότι ο Καλλίνος ο Εφέσιος, ο ελεγειακός ποιητής του 7ου π.Χ. αιώνα, απέδιδε την Θηβαΐδα στον Όμηρο[4] -άποψη που υιοθετούσε και ο άγνωστος συγγραφέας του Αγώνος Ομήρου και Ησιόδου (ενός μικρού έργου της ελληνιστικής εποχής)[5]. Ωστόσο άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αθήναιος[6] ή ο Απολλόδωρος[7], αν και μνημόνευαν την Θηβαΐδα και ανέφεραν στίχους απ' αυτήν, δήλωναν παράλληλα παντελή άγνοια ως προς τον πραγματικό της δημιουργό.


  2. Το (υποτιθέμενο) περιεχόμενο της Θηβαΐδος και τα αποσπάσματα που σώθηκαν

   Ο εναρκτήριος στίχος της Θηβαΐδος

Από την Θηβαΐδα σώθηκαν ελάχιστοι στίχοι[8] μεταξύ των οποίων και ο εναρκτήριος στίχος του ποιήματος που περιλαμβάνει την καθιερωμένη στην επική ποίηση επίκληση στην Θεά ή στην Μούσα: 
    Ἄργος ἄειδε, θεά, πολυδίψιον, ἔνθεν ἄνακτες.[9]
    (Το Άργος ψάλε, θεά, το άνυδρο, απ' όπου οι βασιλιάδες…)

  Η κατάρα του Οιδίποδα

Στη συνέχεια του ποιήματος, όπως προκύπτει από δύο αποσπάσματα (δεκατεσσάρων συνολικά στίχων) που σώθηκαν από τον Αθήναιο και κάποιον ανώνυμο σχολιαστή, ο ποιητής της Θηβαΐδας αναφερόταν στην κατάρα του Οιδίποδα, ο οποίος επειδή ένιωθε περιφρονημένος ή και παραγκωνισμένος από τους γιους του,[10]
     "προσευχήθηκε στον άνακτα Δία και στους άλλους αθανάτους 
      να δώσει να κατέβουν αλληλοσκοτωμένα στον Άδη [τα παιδιά του]"[11].

Ιλίου Πέρσις

Η Ιλίου Πέρσις,[1] ένα από τα χαμένα έπη του τρωικού κύκλου, περιέγραφε την άλωση και καταστροφή της Τροίας από τους Αχαιούς. Ως δημιουργός του φερόταν ο ποιητής του 8ου π.Χ. αιώνα Αρκτίνος ο Μιλήσιος, πιθανολογούμενος συγγραφέας επίσης της Αιθιοπίδος και της Τιτανομαχίας[2].

Ο θάνατος του Πριάμου
Ζυλ Ζοζέφ Λεφέβρ (1861)
Σύμφωνα με τον Πρόκλο, τον συγγραφέα της Γραμματικής Χρηστομάθειας, η Ιλίου Πέρσις αποτελούσε συνέχεια της Αιθιοπίδος και της Μικράς Ιλιάδος και περιελάμβανε δύο βιβλία. Σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το έπος του Αρκτίνου ήταν αρκετά μεγαλύτερο -άλλωστε ο Πρόκλος δεν είχε άμεση πρόσβαση στο αρχικό κείμενο του ποιήματος (που στην εποχή του ήταν ήδη χαμένο) και αντλούσε τις πληροφορίες του αποκλειστικά και μόνον από επιτομές και σχόλια προγενεστέρων του[3].

Περιεχόμενο της "Ιλίου Πέρσεως" (σύμφωνα με την Χρηστομάθεια του Πρόκλόυ)[4]


Η θυσία της Πολυξένης
Τυρρηνικός αμφορέας (6ος π.Χ. αί.)
Οι Τρώες βλέποντας άδειο το στρατόπεδο των Αχαιών, εξέρχονταν από τα τείχη και έβρισκαν τον Δούρειο ίππο. Ακολουθούσε σύσκεψη στην οποία αποφασιζόταν τελικά η μεταφορά του μέσα στην πόλη παρά τις προειδοποιήσεις της Κασσάνδρας και τις αντιρρήσεις του Λαοκόωντος. Δυο πελώρια φίδια έβγαιναν τότε από την θάλασσα, έπνιγαν το Λαοκόωντα και έναν από τους γιούς του και κατέφευγαν στον ναό της Αθηνάς. Ο Αινείας εκλαμβάνοντας το γεγονός ως σημάδι των θεών και προαισθανόμενος τον επικείμενο όλεθρο κατέφευγε με τους δικούς του στην Ίδη. Οι υπόλοιποι Τρώες έφερναν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην Τροία και με απόφαση του Πριάμου γιόρταζαν το δήθεν τέλος του πολέμου. Οι παραμονεύοντες πίσω από την Τένεδο Αχαιοί ειδοποιούνταν με πυρσούς από τον Σίνωνα, τον κατάσκοπο που είχαν αφήσει πίσω τους, επέστρεφαν αιφνιδιαστικά και μαζί με τους κρυμμένους μέσα στην κοιλιά του Δούρειου ίππου συμπολεμιστές τους καταλάμβαναν εύκολα την πόλη.

Κέρκωπες (έπος)

Οι Κέρκωπες ήταν ένα επύλλιο το οποίο ο Ψευδο-Ηρόδοτος, ο Πρόκλος και ο Αρποκρατίων απέδιδαν στον Όμηρο[1]. Διηγιόταν προφανώς με κωμικό τρόπο την σύλληψη των Κερκώπων από τον Ηρακλή, όταν προσπάθησαν να του κλέψουν τα όπλα του.

Ηρακλής και Κέρκωπες
Από το ποίημα δεν έχει σωθεί κανένας στίχος, γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές πως οι Κέρκωπες ήταν δύο αδέλφια δυνατά και μεγαλόσωμα που εξαπατούσαν, λήστευαν και σκότωναν τους περαστικούς. Ονομάζονταν Ευρυβάτης και Φρυνώνδας ή κατ' άλλους Σίλλος και Τριβαλός[2]. Μητέρα τους ήταν η Θεία, μια κόρη του Ωκεανού, η οποία πάντα τους συμβούλευε να φυλάγονται από τον επίφοβο Μελάμπυγο (τον άνθρωπο με τους μαύρους γλουτούς). Κάποτε συνάντησαν τον Ηρακλή την ώρα που αυτός κοιμόταν και προσπάθησαν να τον ληστέψουν. Ο Ηρακλής όμως ξύπνησε, τους συνέλαβε και τους κρέμασε ανάποδα από τις άκρες του ροπάλου του. Καθώς τους κουβάλαγε, έτσι όπως ήταν με το κεφάλι προς τα κάτω στο ύψος των σκουρόχρωμων ηλιοκαμένων  γλουτών του, θυμήθηκαν την μητρική συμβουλή και ξέσπασαν σε γέλια. Ο Ηρακλής γέλασε και αυτός μαζί τους και τους άφησε να φύγουν[3].
"Αγρέας"

 Σημειώσεις
1. M. L. West , Homeric Hymns. Homeric Apocrypha. Lives of Homer, "Cercopes", σελ. 254-257, Loeb Classical Library 496. Harvard University Press, 2003.
2. Σύμφωνα με την Σούδα (στο ομώνυμο λήμμα), οι Κέρκωπες ονομάζονταν Πάσσαλος και Άκμων και μητέρα τους  ήταν η Μεμνονίς.
3. P. Grimal, Λεξικό της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, "Κέρκωπες", USP, 1991.

Μαργίτης

Ο Μαργίτης ήταν ένα διάσημο κωμικό έπος της αρχαϊκής εποχής από το οποίο έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα[1]. Θεωρείται πρόδρομος της ιωνικής πεζογραφικής μυθιστορίας[2], ενώ ο κεντρικός του χαρακτήρας (ο Μαργίτης) ενέπνευσε συχνά τους μεταγενέστερους κωμωδιογράφους (όπως σημείωνε ήδη ο Αριστοτέλης στο Περί Ποιητικής έργο του)[3].

Ο Ηφαιστίων ο Αλεξανδρεύς μας πληροφορεί ότι το ποίημα παρουσίαζε μια ιδιάζουσα και πρωτότυπη μορφή, καθώς μεταξύ των -συνηθισμένων για έπος- δακτυλικών εξάμετρων στίχων παρεμβάλλονταν σε άνισα διαστήματα ιαμβικοί τρίμετροι[4].

"Ο Όμηρος και ο οδηγός του"
Ουϊλιάμ Αντόλφ Μπουγκερώ
(1874)
Η Σούδα αναφέρει ως δημιουργό του τον ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα Πίγρητα από την Αλικαρνασσό, αδελφό της βασίλισσας της Καρίας Αρτεμισίας[5]. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης όμως θεωρούσαν τον Μαργίτη έργο του Ομήρου[6]. Ως έργο του Ομήρου το μνημόνευαν επίσης ο Αρχίλοχος, ο Κρατίνος και ο Καλλίμαχος (όπως μας πληροφορεί ο Ευστράτιος στο έργο του Υπομνήματα εις τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη)[7]  καθώς και μεταγενέστεροι συγγραφείς της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής (π.χ. ο Ιωάννης Τζέτζης)[8].

Οι σύγχρονοι φιλόλογοι αμφιβάλλουν ωστόσο ως προς την πατρότητα του έργου. Υποθέτουν ότι το έπος γράφτηκε, ενδεχομένως στην Κολοφώνα της Ιωνίας, τον 6ο π.Χ. αιώνα ή προς το τέλος του 7ου από κάποιο άγνωστο ποιητή αρχικά σε δακτυλικό εξάμετρο. Αργότερα, ίσως, ο Πίγρης ή κάποιος άλλος ανασκεύασε το ποίημα εισάγοντας τα ιαμβικά τρίμετρα με στόχο να επαυξήσει το κωμικό του αποτέλεσμα[9] .

Μελαμπόδεια ή Μελαμποδία

Η Μελαμπόδεια ή Μελαμποδία ήταν επικό ποίημα του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα, το οποίο αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αθήναιος και ο Παυσανίας, απέδιδαν στον Ησίοδο[1]. Αποτελούνταν από τρία τουλάχιστον βιβλία και διηγιόταν την ζωή και τα κατορθώματα του μυθικού ήρωα, μάντη και θεραπευτή Μελάμποδα.

Ο Μελάμποδας και οι Προιτίδες
Ιφινόη, Λυσίππη και Ιφιάνασσα
στο ναό της Άρτεμης (4ος αι. π.Χ.)
Ο Μελάμπους, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αυτός που εισήγαγε την λατρεία του Διονύσου στην Ελλάδα και καθιέρωσε τις φαλλικές τελετουργίες (Φαλληφόρια)[2]. Ήταν επίσης ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο οι θεοί προσέδωσαν προφητικές και θεραπευτικές ικανότητες. Ως θεραπευτής απήλλαξε τις κόρες του Προίτου, του μυθικού βασιλιά της Τίρυνθας, από την μανία που τις είχε καταλάβει επειδή αψήφησαν τον Διόνυσο, και έλαβε ως αμοιβή τα δύο τρίτα του βασιλείου του. Θεράπευσε επίσης τον Ίφικλο, τον γιό του Φυλάκου, από τα προβλήματα στειρότητας που είχε παίρνοντας ως αντάλλαγμα το περίφημο κοπάδι αγελάδων του πατέρα του  (που ο Μελάμπους το ήθελε για να το χαρίσει στον αδελφό του Βίαντα προκειμένου αυτός να μπορέσει να παντρευτεί την Πηρώ, την κόρη του Νηλέως)[4].

Μικρά Ιλιάς

Η Μικρά Ιλιάς ήταν ένα από τα έπη του τρωικού κύκλου που συνέχιζαν τη διήγηση της ομηρικής Ιλιάδος, περιέγραφαν δηλαδή τα γεγονότα του τρωικού πολέμου που συνέβησαν μετά τον θάνατο και την ταφή του Έκτορα. Αποτελείτο από τέσσερα βιβλία και ως συγγραφέας της θεωρούνταν (συνήθως) ο ποιητής του 7ου π.Χ. αιώνα Λέσχης ο Μυτιληναίος.

Υπήρχαν όμως και αρχαίοι συγγραφείς που απέδιδαν τη Μικρά Ιλιάδα σε άλλους ποιητές. Ο Ησύχιος ο Μιλήσιος[1] και ο Ψευδο-Ηρόδοτος[2] την αναφέρουν ως έργο του Ομήρου· ενώ κάποιοι άλλοι, όπως μας πληροφορεί ένας αρχαίος σχολιαστής, την απέδιδαν στον Θεστορίδη τον Φωκαέα, ή τον Κιναίθωνα τον Λακεδαιμονίο, ή ακόμη τον Διόδωρο τον Ερυθραίο.[3]

Περιεχόμενο της "Μικράς Ιλιάδος"

Σύμφωνα με τη "Χρηστομάθεια" του Πρόκλου, η Αιθιοπίς (το προηγούμενο της Μικράς Ιλιάδος έπος) τελείωνε με τη διαμάχη Αίαντα και Οδυσσέα για το ποιος ήταν πιο άξιος να πάρει την πανοπλία και τα όπλα του φονευθέντος από τον Πάρη Αχιλλέα.

Η αυτοκτονία του Αίαντα
(λεπτομέρεια από ετρουσκικό αγγείο)
• Στη Μικρά Ιλιάδα τα όπλα, μετά από παρέμβαση της Αθηνάς, είχαν ήδη δοθεί στον Οδυσσέα. Ο Αίας έχανε τα λογικά του και επιτίθονταν στο κοπάδια του στρατεύματος κατασφάζοντας τα. Αργότερα συνερχόταν και ντροπιασμένος αυτοκτονούσε.

• Ο Οδυσσέας εν τω μεταξύ αιχμαλώτιζε σε ενέδρα τον Έλενο, τον μάντη γιο του Πριάμου, και μάθαινε απ' αυτόν ότι η Τροία θα καταλαμβανόταν μόνον όταν οι Αχαιοί χρησιμοποιούσαν το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή, τα οποία κατείχε ο Φιλοκτήτης. Ο Διομήδης πήγαινε να βρει τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο (όπου οι Αχαιοί τον είχαν εγκαταλείψει πριν δέκα χρόνια, όταν κακοφόρμισε η πληγή που είχε από δάγκωμα φιδιού), και τελικά τον έπειθε να έρθει μαζί του στην Τροία. Ο γιατρός Μαχάων θεράπευε τον Φιλοκτήτη και αυτός αρίστευε στη μάχη σκοτώνοντας σε μονομαχία τον Πάρη. Ο Μενέλαος έπαιρνε τότε εκδίκηση ακρωτηριάζοντας το πτώμα του Πάρη, αλλά τελικά οι Τρώες κατόρθωναν να το μεταφέρουν στην Τροία και να το ενταφιάσουν. Μετά την ταφή ο Δηίφοβος, ένας άλλος γιος του Πριάμου, παντρευόταν την Ελένη.[4]

• Ο Οδυσσέας έφερνε από τη Σκύρο τον γιο του Αχιλλέα τον Νεοπτόλεμο και του έδινε τα όπλα του πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος σκότωνε τον βασιλιά της Μυσίας Ευρύπυλο, τον γιό του Τηλέφου, που είχε έρθει να βοηθήσει τους Τρώες, και αυτοί κλείνονταν στα τείχη της πόλης τους.

• Ο Επειός κατασκεύαζε με τις συμβουλές της Αθηνάς τον Δούρειο Ίππο, ενώ ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος εισερχόταν στην Τροία για να την κατασκοπεύσει. Εκεί συναντούσε την Ελένη, η οποία τον αναγνώριζε και συνωμοτούσε μαζί του. Ο Οδυσσέας επέστρεφε στα πλοία, αφού πρώτα σκότωνε αρκετούς Τρώες. Αργότερα, ξαναέμπαινε μυστικά στην πολιορκημένη πόλη, μαζί με τον Διομήδη αυτήν τη φορά, και έκλεβαν το Παλλάδιον, το άγαλμα που προστάτευε την Τροία.

Ο Φιλοκτήτης στη Λήμνο
(αττικό αγγείο του 5ου π.Χ. αιώνα,
Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης)
• Τελικά, οι καλύτεροι πολεμιστές των Ελλήνων κρύβονταν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Οι υπόλοιποι αφού έκαιγαν τις σκηνές, διέλυαν το στρατόπεδο και επιβιβάζονταν στα πλοία προσποιούμενοι ότι τάχα λύουν την πολιορκία και αναχωρούν. Στην πραγματικότητα κρύβονταν πίσω από την Τένεδο καραδοκώντας. Οι Τρώες έπεφταν στην παγίδα και αφού γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους, οδηγούσαν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην πόλη γιορτάζοντας το δήθεν τέλος του πολέμου.

Στο σημείο αυτό, κατά τη "Χρηστομάθεια", τελείωνε η διήγηση της Μικράς Ιλιάδος. Η περίληψη όμως του έπους από τον Πρόκλο φαίνεται πως ήταν αρκετά ελλιπής. Όπως προκύπτει και από τα αποσπάσματα που σώθηκαν[5], η Μικρά Ιλιάς στην πραγματικότητα κάλυπτε ένα μεγάλο φάσμα γεγονότων του τρωικού πολέμου, στα οποία περιλαμβανόταν η άλωση της Τροίας και ο διαμοιρασμός των λαφύρων. Κάλυπτε δηλαδή και επεισόδια του πολέμου που πραγματευόταν η Αιθιοπίς και η Ιλίου Πέρσις. Ο Πρόκλος βέβαια δεν είχε άμεση πρόσβαση στα έπη του τρωικού κύκλου. Στην εποχή του τα έπη αυτά είχαν μάλλον προ πολλού χαθεί· αντλούσε τις πληροφορίες του από έργα προγενεστέρων του μυθογράφων και γραμματικών.[6]

Μινυάς (έπος)

Η Μινυάς ήταν ένα επικό ποίημα του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα το οποίο ο Παυσανίας απέδιδε με επιφύλαξη στον Πρόδικο τον Φωκαέα.[1] [2]

Ο θολωτός τάφος του Μινύα
στον Ορχομενό
Υποθέτουμε, βασιζόμενοι αποκλειστικά και μόνον στον τίτλο του έργου, ότι η Μινυάς διηγιόταν την ιστορία του Μινύα, του μυθικού βασιλιά του βοιωτικού Ορχομενού και γενάρχη των Μινύων. Ωστόσο, οι δύο -και μοναδικοί- στίχοι της Μινυάδος που σώζονται καθώς και τα σωθέντα σε πεζό λόγο αποσπάσματα αναφέρονται όλα είτε στην κάθοδο του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη[3] (με σκοπό να απαγάγουν την Περσεφόνη) είτε στη θανάτωση και στη μεταθανάτια τιμωρία ηρώων (όπως ο Μελεάγρος,[4] ο Αμφίων και ο Θάμυρις),[5] οι οποίοι με την υβριστική τους συμπεριφορά προσέβαλαν και εξόργισαν τους θεούς.

Το έπος "Οιδιπόδεια"

Οιδιπόδεια ή Οιδιποδία: έπος του 8ου π.Χ. αιώνα που διηγιόταν τους σχετικούς με τον Οιδίποδα μύθους. Αποτελούνταν, όπως μας πληροφορεί μια σωζόμενη επιγραφή[1],  από 6.600 στίχους και ενίοτε ως συγγραφέας του αναφερόταν ο Λακεδαιμόνιος ποιητής Κιναίθων[2]. Μαζί με τους Επιγόνους και την Θηβαΐδα ανήκαν στον θηβαϊκό επικό κύκλο.


1. Το περιεχόμενο της "Οιδιπόδειας" και τα αποσπάσματα που σώθηκαν

 

1.1. Ο γνωστός από την τραγική ποίηση μύθος του Οιδίποδα

Εύφορβος και Οιδίπους.
Ερυθρόμορφος αττικός αμφορέας
του ζωγράφου του Αχιλλέως (5ος αι. π.χ.)


Όπως γνωρίζουμε από τους μεταγενέστερους της Οιδιπόδειας ποιητές και μυθογράφους, ο νεογέννητος Οιδίποδας με διαταγή του πατέρα του και βασιλιά της Θήβας Λάιου οδηγήθηκε στον Κιθαιρώνα και εγκαταλείφθηκε εκεί, επειδή ο τελευταίος νόμιζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του (σύμφωνα με την οποία έμελλε να σκοτωθεί μια μέρα από τον ίδιο του τον γιο). Το εκτεθειμένο βρέφος διέσωσε ένας βοσκός, ο Εύφορβος, και το μετέφερε στην Κόρινθο, όπου ο βασιλιάς Πόλυβος και η γυναίκα του Περίβοια το μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί.

Μεγάλος πια ο Οιδίποδας πήγε στους Δελφούς και ζητώντας χρησμό έμαθε ότι επρόκειτο να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί την μητέρα του. Θορυβημένος και νομίζοντας ότι οι πραγματικοί του γονείς ήταν ο Πόλυβος και η Περίβοια, αποφάσισε να μην γυρίσει στην Κόρινθο και κατευθύνθηκε προς τη Θήβα. Στο δρόμο συνάντησε τον Λάιο, φιλονίκησε μαζί του και τον σκότωσε.
Οιδίπους και Σφιγξ.
  Τζόρτζιο ντε Κίρικο.

Μετά το φονικό, ο αντιβασιλεύων στη Θήβα Κρέων διακήρυξε ότι νέος βασιλιάς της πόλης θα γινόταν όποιος κατόρθωνε να νικήσει την Σφίγγα, το τέρας που τρομοκρατούσε την περιοχή. Ο άθλος επιτεύχθηκε από τον Οιδίποδα, ο οποίος έτσι έγινε βασιλιάς στη θέση του σκοτωμένου πατέρα του και πήρε για σύζυγό του την χήρα βασίλισσα, την Ιοκάστη (ή Επικάστη), δηλαδή την πραγματική του μητέρα. Αργότερα, όταν αποκαλύφτηκε όλη η τραγική αλήθεια, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε από ντροπή και ο απελπισμένος Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε και εγκατέλειψε την Θήβα. 


1.2. Ιδιαιτερότητες του μύθου στην "Οιδιπόδεια"

Στην Οιδιπόδεια, σε αντίθεση με τα λεγόμενα από τους τραγικούς ποιητές[3], ο Οιδίπους μετά την αποκάλυψη της αιμομιξίας και την αυτοκτονία της Ιοκάστης ξαναπαντρευόταν[4] και παρέμενε βασιλιάς της Θήβας μέχρι τον θάνατό του.

Οιδίπους και Σφίγγα.
Σύμφωνα με ένα απόσπασμα του Πεισάνδρου[5] (το οποίο έσωσε σχολιαστής του Ευριπίδη[6] και το οποίο σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι συνόψιζε το περιεχόμενο της Οιδιποδείας), ο Οιδίπους παντρεύτηκε μετά τον θάνατο της Ιοκάστης την Ευρυγάνεια, την κόρη του Υπέρφαντος, με την οποία έκανε και τα τέσσερα παιδιά του: την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Τα ίδια υπεστήριζε και ο Φερεκύδης ο Αθηναίος, ο οποίος -όπως πίστευε ο Γάλλος ελληνιστής Αλμπέρ Σεβερένς-, αντλούσε τις πληροφορίες του κατευθείαν από το αρχαίο χαμένο έπος[7]. Ο Φερεκύδης μάλιστα προσέθετε ότι και με την Ιοκάστη ο Οιδίποδας έκανε δύο γιους, τον Φράστορα και τον Λαόνυτο, οι οποίοι σκοτώθηκαν πολεμώντας εναντίον των Μινύων και του βασιλιά τους Εργίνου, και ότι μετά τον θάνατο και της Ευρυγάνειας παντρεύτηκε και πάλι με την Αστυμέδουσα αυτήν τη φορά, την κόρη του Σθένελου.[8]

Στην Οιδιπόδεια περιλαμβανόταν ενδεχομένως και η ιστορία του Χρυσίππου, του πανέμορφου γιου του Πέλοπος, που τον ερωτεύθηκε και τον απήγαγε ο βασιλιάς Λάιος με αποτέλεσμα: ο οργισμένος Πέλοπας να καταραστεί τον απαγωγέα να παραμείνει άτεκνος ή , αν ποτέ αποκτούσε γιο, να πεθάνει από το χέρι του γιου του· και η Ήρα, η θεά προστάτιδα του θεσμού του γάμου, προσβεβλημένη από την παιδεραστική πράξη, να στείλει την Σφίγγα στη Θήβα να καταβροχθίζει ζωντανούς τους νεαρούς Θηβαίους.

 

1.3. Τα αποσπάσματα

Oedipus Rex
Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ
 
Από την Οιδιπόδεια σώθηκαν δύο μόνον στίχοι[9] που μιλούν για την αρπαγή και τον φόνο από την Σφίγγα του Αίμονος, του γιου του Κρέοντος, "του πιο ωραίου και πιο ποθητού αγοριού" της Θήβας:

    ἀλλ᾿ ἔτι κάλλιστόν τε καὶ ἱμεροέστατον ἄλλων
    παῖδα φίλον Κρείοντος ἀμύμονος, Αἴμονα δῖον

(και [σκότωσε] το πιο ωραίο και πιο ποθητό αγόρι απ' όλα 
τον αγαπημένο γιό του έξοχου Κρέοντος, τον θεϊκό Αίμονα). 

 

2. "Οιδιπόδεια" του Μελήτου

Εκτός από την κυκλική Οιδιπόδεια, είναι γνωστή και μια άλλη μεταγενέστερη Οιδιπόδεια, μια τριλογία που έγραψε ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Μέλητος[10] (ο πιθανολογούμενος και ως πατέρας ενός άλλου Μέλητου, του κατήγορου του Σωκράτη).[11]

Χρήστος Μπελόπουλος   

(Το άρθρο αναρτήθηκε και στην ελληνική Βικιπαίδεια από τον διαχειριστή του ιστολογίου.)


Σημειώσεις

1. Ομηρικά: Επικός κύκλος, "Οἰδιπόδεια", σελ. 61-63, εκδ. Κάκτος, 2005.

2. W. Smith, Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, "Cinaethon", τόμ. 1, σελ. 752. Perseus

3. Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ.
 Η Σφίγγα αρπάζει έναν νέο.
•  Ευριππίδης, Φοίνισσαι.

4. Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 9.5.10-11.

5. Δεν είναι απόλυτα σίγουρο ποιος πραγματικά ήταν ο αναφερόμενος αυτός Πείσανδρος: έχουν προταθεί τα ονόματα του Πείσανδρου από την Κάμειρο, του Πείσανδρου από τα Λάρανδα ή ακόμη και του ψευδο-Πείσανδρου, του μυθογράφου της ελληνιστικής εποχής.
(Ράνια Αλεξανδράκη, Θηβαϊκές επιρροές στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, Διδακτορική διατριβή,  Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/κης, 2014.)

6. Σχόλιο στον στίχο 1760 από τις Φοίνισσες του Ευριπίδη (1.414-415 Schwartz)

7. A. Severyns, Le cycle épique dans l’école d’Aristarque, σελ. 213, Université de Liège, 1928.

8. C. Müller, Fragmenta historicorum graecorum (1841), "Pherecydis fragmenta", απόσπασμα 48, σελ. 70, τόμος I.

9. Ομηρικά: Επικός κύκλος, ό.π.
•  M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Oidipodea, Testimonium and Fragments", σελ. 38-43, Loeb Classical Library

10. A. Nauck, Tragicorum graecorum fragmenta, "Meletus:Οἰδιπόδεια", σελ. 606, Λειψία, 1899.

11. Α. Λέσκυ, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 868, εκδ. Κυριακίδη, 2011.


Οιχαλίας άλωσις

Η Οἰχαλίας ἅλωσις ήταν ένα επικό ποίημα που διηγείτο την κατάκτηση της θεσσαλικής(;) Οιχαλίας[1] από τον Ηρακλή και την απαγωγή της Ιόλης (κόρης του Ευρύτου, βασιλιά της εκπορθημένης πόλης).[2]

Συμπόσιο ανάμεσα στον Εύρυτο,
τα παιδιά του και τον Ηρακλή
(Μουσείο του Λούβρου)
Ως συγγραφές του έπους μνημονευόταν ο ποιητής του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα Κρεώφυλος ο Σάμιος ή και ο ίδιος ο Όμηρος. Σύμφωνα μάλιστα με μια παράδοση που αναφέρεται από τον Στράβωνα[3] και τη Σούδα[4] το ποίημα γράφτηκε αρχικά από τον Όμηρο, ο οποίος όμως το χάρισε τελικά στον φίλο (ή γαμβρό) του Κρεώφυλο, όταν κάποτε ο τελευταίος τον φιλοξένησε στο σπίτι του.

Από την Οἰχαλίας ἅλωσιν σώθηκαν ελάχιστα μόνον αποσπάσματα.[5]


 Σημειώσεις
1. Δεν ήταν βέβαιο, ακόμη και στην αρχαία εποχή, ποια από τις αναφερόμενες με το όνομα Οιχαλία πόλεις ήταν η Οιχαλία του Ευρύτου. (βλέπε και: Στράβων, 9.5.17)
2. Α. Λέσκυ, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 139, εκδ. Κυριακίδη.
3. Στράβων, Γεωγραφικά, 14.1.18. Perseus (Strab. 14.1.18)
4. Λεξικόν Σουΐδα, λήμμα: "Κρεώφυλος"
5. Ομηρικά - Επικός κύκλος, "Οἰχαλίας ἅλωσις", σελ. 151-155, εκδ. Κάκτος, 2005.
M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Creophylus, the capture of Oichalia: Testimonia and Fragments", σελ. 174, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια  με το ψευδώνυμο "Αγρέας".)

Πειρίθου κατάβασις

Η Πειρίθου κατάβασις  [Θησέως καὶ Πειρίθου εἰς Ἅιδου κατάβασις] ήταν ένα από τα επικά ποιήματα που ο Παυσανίας απέδιδε στον Ησίοδο.[1]

Ηρακλής, Πειρίθους και Θησεύς
(5ος π.Χ. αιώνας)
Υποθέτουμε πως διηγιόταν την κάθοδο των δύο ηρώων στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου με σκοπό να κλέψουν την Περσεφόνη που ο Πειρίθους την ήθελε για γυναίκα του. Από άλλες διηγήσεις[2] γνωρίζουμε ότι ο Άδης κατάλαβε το σχέδιο τους και με δόλο τους έβαλε να καθίσουν στον θρόνο της λήθης. Έμειναν εκεί μαρμαρωμένοι για πολύ καιρό μέχρι που ήρθε ο Ηρακλής, ο οποίος κατόρθωσε να ελευθερώσει τον Θησέα, αλλά όχι και τον Πειρίθου που έμεινε για πάντα αλυσοδεμένος στον Κάτω Κόσμο.[3]

Από την Πειρίθου κατάβασιν δεν σώθηκε κανένα απόσπασμα. Πιθανολογείται μόνον ότι οι 27-30 μισοκατεστραμμένοι στίχοι ενός παπυρικού αποσπάσματος που περιγράφουν την συνάντηση του νεκρού Μελεάγρου με τον Θησέα και τον Πειρίθουν[4] ανήκαν ίσως στο έπος αυτό. (Θα μπορούσαν βέβαια να ανήκουν και στην Μινυάδα στην οποία επίσης, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας,[5] περιγραφόταν η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη).
"Αγρέας"

1. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 9.31.5.
2. Κ. Κερένυϊ, Η μυθολογία των Ελλήνων, σελ. 482, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996.
3. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Επιτομή, 1.24·
[Θησεὺς δὲ μετὰ Πειρίθου παραγενόμενος εἰς Ἅιδου ἐξαπατᾶται, καὶ ὃς ὡς ξενίων μεταληψομένους πρῶτον ἐν τῷ τῆς Λήθης εἶπε καθεσθῆναι θρόνῳ, ᾧ προσφυέντες σπείραις δρακόντων κατείχοντο. Πειρίθους μὲν οὖν εἰς ἀίδιον δεθεὶς ἔμεινε, Θησέα δὲ Ἡρακλῆς ἀναγαγὼν ἔπεμψεν εἰς Ἀθήνας. ἐκεῖθεν δὲ ὑπὸ Μενεσθέως ἐξελαθεὶς πρὸς Λυκομήδην ἦλθεν, ὃς αὐτὸν βάλλει κατὰ βαράθρων καὶ ἀποκτείνει]. Perseus
4. M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Ibscher papyrus", σελ. 271-273, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.
5. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 10.28.2.
 (Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια  με το ψευδώνυμο "Αγρέας".)

Τηλεγόνεια ή Τηλεγονία

Η Τηλεγόνεια ή Τηλεγονία ήταν το νεότερο ποίημα του επικού κύκλου και αποτελούσε συνέχεια της Οδύσσειας. Ως ποιητής του φερόταν ο Ευγάμμων ο Κυρηναίος ή (σπανιότερα) ο Κιναίθων ο Λακεδαιμόνιος.[1]

Σύμφωνα με την Χρηστομάθεια του Πρόκλου η Τηλεγόνεια περιελάμβανε τις εξής ιστορίες:[2]

"Μνηστηροφονία"
του Κριστόφ-Τομά Ντεζόρζ
Μετά την μνηστηροφονία και την ταφή των νεκρών ο Οδυσσέας θυσίαζε στις Νύμφες και αναχωρούσε για την Ήλιδα. Εκεί τον φιλοξενούσε ο βασιλιάς Πολύξενος, ένας από τους στρατηγούς των Επειών στο τρωικό πόλεμο, και του χάριζε έναν κρατήρα διακοσμημένο με παραστάσεις σχετικές με τον μύθο του Αγαμήδη και του Τροφωνίου.[3]

Ο Οδυσσεύς επέστρεφε στην Ιθάκη, αλλά πολύ σύντομα έφευγε ξανά, αυτή τη φορά για την Θεσπρωτία. Εκεί, αφού πρώτα τελούσε θυσίες για να εξευμενίσει τον Ποσειδώνα, παντρευόταν την βασίλισσα των Θεσπρωτών Καλλιδίκη και έκανε μαζί της ένα γιό, τον Πολυποίτη. Επικεφαλής των Θεσπρωτών ξεκινούσε πόλεμο ενάντια στους Βρύγους, στον οποίο ανακατευόταν και ο Άρης με την Αθηνά, ο πρώτος υπέρ των Βρυγών και η δεύτερη υπέρ των Θεσπρωτών. Τελικά με την διαμεσολάβηση του Απόλλωνος επερχόταν η ειρήνη.

Μετά τον θάνατο της Καλλιδίκης, βασιλιάς των Θεσπρωτών γινόταν ο Πολυποίτης και ο Οδυσσέας ξαναγυρνούσε στην Ιθάκη όπου έβλεπε για πρώτη φορά τον μικρότερο του γιο, τον Πολιπόρθη, που η Πηνελόπη είχε γεννήσει εν τω μεταξύ όσο αυτός έλειπε μακριά.

Τιτανομαχία και Γιγαντομαχία

Η Τιτανομαχία, ένα από τα χαμένα έπη του επικού κύκλου, αφηγιόταν τη σύγκρουση των Ολύμπιων θεών με τους Τιτάνες[1] που κατέληξε με την ήττα των τελευταίων και την κατακρήμνισή τους στα Τάρταρα. Αποτελούνταν από δύο βιβλία και ως δημιουργός της αναφερόταν (όπως μας πληροφορεί ο Αθήναιος) άλλοτε ο ποιητής του 8ου/7ου π.Χ. αιώνα Εύμηλος ο Κορίνθιος και άλλοτε ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος[2]. Είναι πιθανόν όμως να υπήρχαν διαφορετικές "Τιτανομαχίες", τα ίχνη των οποίων χάθηκαν με το πέρασμα των αιώνων, αν και ο Αθήναιος φαίνεται να γνώριζε μόνο μία.

"Η πτώση των Τιτάνων"
Γκουίντο Ρένι (Guido Reni, 1575-1642)
Μια Τιτανομαχία λεγόταν πως είχε γράψει και ο ποιητής της μυθικής εποχής Θάμυρης [Θάμυρις][3], ενώ κάποιος σχολιαστής μας πληροφορεί ότι υπήρχε και ένα άλλο έπος, τριών βιβλίων αυτό, με τίτλο Τιτανογραφία που είχε συνθέσει ο ημιμυθικός ποιητής Μουσαίος[4].

Από την Τιτανομαχία του Ευμήλου (ή του Αρκτίνου) σώθηκαν ελάχιστοι στίχοι ή αποσπάσματα σε πεζό λόγο[5]. Είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε ότι η διήγηση της, τουλάχιστον σε κάποια σημεία, διέφερε από την αντίστοιχη διήγηση περί τιτανομαχίας που περιέχεται στη Θεογονία του Ησιόδου.

Η τιτανομαχία στη "Θεογονία" του Ησιόδου

Για δέκα χρόνια, μας λέει ο Ησίοδος, οι Ολύμπιοι θεοί από τη κορυφή του Ολύμπου και οι Τιτάνες από την κορυφή της Όθρυος πολεμούσαν μεταξύ τους[6]. Ο αγώνας παρέμεινε αμφίρροπος, ώσπου ο Δίας, ακολουθώντας τη συμβουλή της Γαίας, ελευθέρωσε τους τρεις Εκατόγχειρες (Βριάρεω, Κόττο και Γύη) από τα Τάρταρα, όπου κάποτε τους είχε φυλακίσει ο πατέρας τους ο Ουρανός, και τους ζήτησε να συμμαχήσουν μαζί του. Η μάχη ξανάρχισε σφοδρότερη: Ενώ ο Δίας έριχνε ακατάπαυστα τους κεραυνούς του κατακαίοντας τη γη και κάνοντας τη θάλασσα να κοχλάζει, οι τρεις Εκατόγχειρες άρπαξαν με τα τριακόσια χέρια τους τριακόσιους βράχους και τους εκσφενδόνισαν εναντίον των τυφλωμένων από τον καπνό και τη φωτιά Τιτάνων καταπλακώνοντάς τους. Οι νικημένοι Τιτάνες αλυσοδέθηκαν και ρίχτηκαν στα Τάρταρα, που απέχουν από την επιφάνεια της γης, "όσο και η γη από τον ουρανό"[7]. Ο Γύης, ο Κόττος και ο Βριάρεως ανέλαβαν τη φρούρησή τους.

Όμως, στην Τιτανομαχία του Ευμήλου (ή του Αρκτίνου) ο Βριάρεως ή Αιγαίωνας, όπως ήταν το άλλο του όνομα, δεν ήταν σύμμαχος του Δία αλλά των Τιτάνων[8]. Η πληροφορία προέρχεται από ένα αρχαίο σχόλιο στον Απολλόδωρο τον Ρόδιο και στηρίζει την υπόθεση ότι ο Εύμηλος και ο Ησίοδος μετέφεραν στο ποιήματα τους διαφορετικές παραδόσεις σχετικά με τους Τιτάνες.

"Γιγαντομαχία"

Εκτός από την Τιτανομαχία φαίνεται πως υπήρχε και μια αρχαϊκή Γιγαντομαχία, για την οποία όμως δεν διαθέτουμε γραπτές μαρτυρίες. Εικάζουμε την ύπαρξή της από σχετικές εικαστικές αναπαραστάσεις[9]. Ιστορούσε τη σύγκρουση των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες, τα παιδιά της Γαίας που γεννήθηκαν από το αίμα του ακρωτηριασμένου Ουρανού.

•  Σε μεταγενέστερους χρόνους μια Γιγαντομαχία έγραψε ο ποιητής του 5ου μ.Χ. αιώνα Νόννος, από την οποία δεν σώθηκε τίποτα, και ο ελληνικής καταγωγής Λατίνος ποιητής Κλαυδιανός (Gigantomachia).

Χρήστος Μπελόπουλος  

Σημειώσεις


"Η πτώση των Τιτάνων"
Κορνέλις βαν Χάαρλεμ 

(Cornelis van Haarlem, 1562-1638)
1. Οι Τιτάνες (Ωκεανός, Κοίος, Υπερίων, Κρείος, Ιαπετός, Κρόνος) ήταν έξι από τα παιδιά του Ουρανού και της Γαίας. Αδελφές τους ήταν οι Τιτανίδες (Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη, Τιθύς) με τις οποίες ενώθηκαν γεννώντας μια μεγάλη σειρά από δευτερεύουσες θεότητες. Ο Κρόνος, ο νεότερος από τους Τιτάνες, ακρωτηρίασε τον πατέρα του Ουρανό ευνουχίζοντάς τον και μαζί με τα αδέλφια του κατέλαβε τη θεϊκή εξουσία. Παντρεύτηκε την αδελφή του τη Ρέα και απέκτησε μαζί της διαδοχικά την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα, τον Πλούτωνα, τον Ποσειδώνα και τον Δία. Επειδή όμως γνώριζε ότι κάποια μέρα θα εκθρονιζόταν και αυτός με τη σειρά του από ένα από ένα από τα παιδιά του, γι' αυτό και τα καταβρόχθιζε μόλις γεννιόταν. Η Ρέα, απηυδισμένη με όλα αυτά, λίγο πριν γεννήσει τον Διά κατέφυγε στην Κρήτη. Τον γέννησε κρυφά στο όρος Δίκτη και έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί ένα φασκιωμένο λιθάρι. Όταν ο Δίας μεγάλωσε με τη βοήθεια της Μήτιδος (μιας κόρης του Ωκεανού) ή της ίδια της Γαίας, έδωσε στον Κρόνο να πιεί ένα φάρμακο που τον έκανε να ξεράσει όλα τα παιδιά που είχε καταπιεί. Ο Δίας και τα αδέλφια του (που έμελλε να γίνουν οι Ολύμπιοι θεοί) ξεκίνησαν τότε πόλεμο ενάντια στον Κρόνο που είχε τη βοήθεια των δικών του αδελφών. Στο πλευρό του Δία στάθηκαν και άλλες θεότητες, όπως οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες (παιδιά και αυτοί του Ουρανού), η Στύγα (η πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού) και ο Προμηθέας (ο γιος του Ιαπετού).

2. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 277d·  
[οἶδα ὅτι ὁ τὴν Τιτανομαχίαν ποιήσας, εἴτ᾿ Εὔμηλός ἐστιν ὁ Κορίνθιος ἢ Ἀρκτῖνος ἢ ὅστις δήποτε     χαίρει ὀνομαζόμενος, ἐν τῷ δευτέρῳ οὕτως εἴρηκεν·
           ἐν δ᾿ αὐτῇ πλωτοὶ χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοὶ
           νήχοντες παίζουσιν δι᾿ ὕδατος ἀμβοσίοιο]
.

3. Π. Γκριμάλ, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, "Θάμυρης", εκδ. USP, 1991.

4.
Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου, 3.1179·
"Ἐν δὲ τῇ γ΄[Μουσαῖος] Τιτανογραφίᾳ λέγεται ὡς Κάδμος ἐκ τοῦ Δελφικοῦ ἐπορεύετο προκαθηγουμένης αὐτῷ βοός".
Μάχη Θεών και Τιτάνων
Ιωακείμ Γιούτεβελ
(Joachim Wtewael, 1566 - 1638)

5. Ομηρικά - Επικός κύκλος, "Τιτανομαχία" (αρχ. κείμενο και μετάφραση), σελ.54-57, εκδ. Κάκτος, 2005.
•  M. West, Greek epic fragments: From the seventh to the fifth enturies BC, "Eumelus or Arctinus Titanomachy", p.222-233, Loeb, 2003.

6. Ησίοδος, Θεογονία, στ. 630-634.

7. Ησίοδος, στ.720.

8. Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου, 1.1165·  
[Εὔμηλος δὲ ἐν τῇ Τιτανομαχίᾳ τὸν Αἰγαίωνα Γῆς καὶ Πόντου φησὶ παῖδα, κατοικοῦντα δὲ ἐν τῇ θαλάσσῃ τοῖς Τιτᾶσι συμμαχεῖν].
(M. West. ό.π., σελ. 224)

9. P. Kroh, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, "Γιγαντομαχία", εκδ. USP, 1996.


Φορωνίς (έπος)

Η Φορωνίς ήταν ένα επικό ποίημα γραμμένο τον 6ο ή 7ο π.Χ. αιώνα από κάποιον άγνωστο ποιητή. Διηγιόταν την παμπάλαια ιστορία και τα κατορθώματα του Φορωνέος, του μυθικού πρώτου βασιλιά της Αργολίδος.

Ο Φορωνέας ως νομοθέτης
Ανάγλυφο από το καμπαναριό του
καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας
Σύμφωνα με τις γνωστές από άλλες πηγές επιχώριες παραδόσεις του Άργους, ο Φορωνεύς ήταν αυτός που εξημέρωσε τα άγρια ήθη των διάσπαρτων μέχρι τότε ανθρώπων συγκεντρώνοντας τους στο Φορωνικόν Άστυ, στην πρώτη πόλη που δημιουργήθηκε ποτέ· εγκαθίδρυσε την λατρεία της Ήρας και έφερε από τον ουρανό το θείο δώρο της φωτιάς. Μέχρι την εποχή του Παυσανία το αρχέγονο αυτό πυρ, το πυρ του Φορωνέος, έκαιγε ακόμη στο ναό του Λυκίου Απόλλωνος στο Άργος.[1] Αυτές τις ιστορίες το δίχως άλλο, σύμφωνα με τον Τζέιμς Φρέιζερ, διηγιόταν η χαμένη Φορωνίδα[2] .

Υπήρχαν ακόμη και κάποιες αναφορές σε άλλες μυθολογικές παραδόσεις: Ένα απόσπασμα λίγων στίχων της Φορωνίδος -που έσωσε σχολιαστής στο Απολλώνιο τον Ρόδιο- λέει ότι οι Φρύγες μάγοι και θεράποντες της Αδράστειας Κέλμις, Δαμναμενεύς και Άκμων ανακάλυψαν στις δασωμένες κοιλάδες της Ίδης την τέχνη της μεταλλουργίας και με την βοήθεια της φωτιάς έγιναν οι πρώτοι σιδηρουργοί.[3] 

Σε ένα άλλο απόσπασμα, που αναφέρεται από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, ο Φορωνεύς αποκαλείται πατέρας των θνητών ανθρώπων. Συνολικά σώθηκαν έξι μόλις αποσπάσματα.[4]

Εκτεταμένα στοιχεία από την Φορωνίδα χρησιμοποίησαν αργότερα στα έργα τους οι λογογράφοι Ακουσίλαος και Ελλάνικος ο Μυτιληναίος. Ο τελευταίος μάλιστα φαίνεται πως μετέγραψε την Φορωνίδα σε ένα ομότιτλο πεζό έργο αποτελούμενο από δύο βιβλία, το οποίο έχει επίσης χαθεί.[5]

 Χρήστος Μπελόπουλος


Σημειώσεις

1.  Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις , Κορινθιακά, 15.5 & 19.5. 

2. James George Frazer, Myths of the Origin of Fire (γαλλική μετάφραση: εκδ Payot, 1967, σελ. 178).

3. G. Kinkel, απόσπασμα 2, σελ. 211.
                                         [...] ἔνθα γόητες
    Ἰδαῖοι, Φρύγες ἄνδρες, ὀρέστερα οἰκί᾿ ἔναιον,
    Κέλμις Δαμναμενεύς τε μέγας καὶ ὑπέρβιος Ἄκμων,
    εὐπάλαμοι θεράποντες ὀρείης Ἀδρηστείης,
    οἳ πρῶτοι τέχνηις πολυμήτιος Ἡφαίστοιο
    εὗρον ἐν οὐρείηισι νάπαις ἰόεντα σίδηρον
    ἐς πῦρ τ᾿ ἤνεγκαν καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔδειξαν.

4. G. Kinkel, Epicorum Graecorum fragmenta (1877), σελ. 209. Phoronis
  Loeb Classical Library, Greek Epic Fragments. Genealogical and Antiquarian Epics. Phoronis (όπου περιλαμβάνεται και το απόσπασμα που βρέθηκε σε πάπυρο της Οξυρρύγχου).
5. William Smith, A dictionary of Greek and Roman biography and mythology (1867),Τόμος II, λήμμα "Hellanicus".

(Παραλλαγή του άρθρου αυτού δόθηκε για δημοσίευση στην ελληνική Βικιπαίδεια.)

Φωκαΐς (έπος)

Η Φωκαΐς ήταν ένα από τα χαμένα ποιήματα της αρχαϊκής εποχής, γραμμένο μάλλον γύρω στον 7ο π.Χ. αιώνα.[1] Το περιεχόμενο του μας είναι παντελώς άγνωστο.

Σύμφωνα με τον Βίο του Ομήρου[2] του Ψευδο-Ηροδότου, που διασώζει μάλλον μια παλαιότερη παράδοση των Φωκαέων, η Φωκαΐδα (όπως και η Μικρά Ιλιάς) γράφτηκε στην πόλη τους από τον Όμηρο όταν αυτός φιλοξενούταν στο σπίτι του γραμματοδιδάσκαλου Θεστορίδη. Αργότερα όμως ο Θεστορίδης αντέγραψε το έργο και το παρουσίαζε ως δικό του.[3]
"Αγρέας"

1. P. Kroh, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, USP, 1996.
2. Ψευδο-Ηρόδοτος, "Περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής", στο Vitarum scriptores graeci minores, Λειψία, 1845.
G. Kinkel, Epicorum Graecorum fragmenta (1877), σελ. 63. Phocais
3. Περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής, 16.
(Το άρθρο αναρτήθηκε και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *