Ιλίου Πέρσις

Η Ιλίου Πέρσις,[1] ένα από τα χαμένα έπη του τρωικού κύκλου, περιέγραφε την άλωση και καταστροφή της Τροίας από τους Αχαιούς. Ως δημιουργός του φερόταν ο ποιητής του 8ου π.Χ. αιώνα Αρκτίνος ο Μιλήσιος, πιθανολογούμενος συγγραφέας επίσης της Αιθιοπίδος και της Τιτανομαχίας[2].

Ο θάνατος του Πριάμου
Ζυλ Ζοζέφ Λεφέβρ (1861)
Σύμφωνα με τον Πρόκλο, τον συγγραφέα της Γραμματικής Χρηστομάθειας, η Ιλίου Πέρσις αποτελούσε συνέχεια της Αιθιοπίδος και της Μικράς Ιλιάδος και περιελάμβανε δύο βιβλία. Σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το έπος του Αρκτίνου ήταν αρκετά μεγαλύτερο -άλλωστε ο Πρόκλος δεν είχε άμεση πρόσβαση στο αρχικό κείμενο του ποιήματος (που στην εποχή του ήταν ήδη χαμένο) και αντλούσε τις πληροφορίες του αποκλειστικά και μόνον από επιτομές και σχόλια προγενεστέρων του[3].

Περιεχόμενο της "Ιλίου Πέρσεως" (σύμφωνα με την Χρηστομάθεια του Πρόκλόυ)[4]


Η θυσία της Πολυξένης
Τυρρηνικός αμφορέας (6ος π.Χ. αί.)
Οι Τρώες βλέποντας άδειο το στρατόπεδο των Αχαιών, εξέρχονταν από τα τείχη και έβρισκαν τον Δούρειο ίππο. Ακολουθούσε σύσκεψη στην οποία αποφασιζόταν τελικά η μεταφορά του μέσα στην πόλη παρά τις προειδοποιήσεις της Κασσάνδρας και τις αντιρρήσεις του Λαοκόωντος. Δυο πελώρια φίδια έβγαιναν τότε από την θάλασσα, έπνιγαν το Λαοκόωντα και έναν από τους γιούς του και κατέφευγαν στον ναό της Αθηνάς. Ο Αινείας εκλαμβάνοντας το γεγονός ως σημάδι των θεών και προαισθανόμενος τον επικείμενο όλεθρο κατέφευγε με τους δικούς του στην Ίδη. Οι υπόλοιποι Τρώες έφερναν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην Τροία και με απόφαση του Πριάμου γιόρταζαν το δήθεν τέλος του πολέμου. Οι παραμονεύοντες πίσω από την Τένεδο Αχαιοί ειδοποιούνταν με πυρσούς από τον Σίνωνα, τον κατάσκοπο που είχαν αφήσει πίσω τους, επέστρεφαν αιφνιδιαστικά και μαζί με τους κρυμμένους μέσα στην κοιλιά του Δούρειου ίππου συμπολεμιστές τους καταλάμβαναν εύκολα την πόλη.

Κέρκωπες (έπος)

Οι Κέρκωπες ήταν ένα επύλλιο το οποίο ο Ψευδο-Ηρόδοτος, ο Πρόκλος και ο Αρποκρατίων απέδιδαν στον Όμηρο[1]. Διηγιόταν προφανώς με κωμικό τρόπο την σύλληψη των Κερκώπων από τον Ηρακλή, όταν προσπάθησαν να του κλέψουν τα όπλα του.

Ηρακλής και Κέρκωπες
Από το ποίημα δεν έχει σωθεί κανένας στίχος, γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές πως οι Κέρκωπες ήταν δύο αδέλφια δυνατά και μεγαλόσωμα που εξαπατούσαν, λήστευαν και σκότωναν τους περαστικούς. Ονομάζονταν Ευρυβάτης και Φρυνώνδας ή κατ' άλλους Σίλλος και Τριβαλός[2]. Μητέρα τους ήταν η Θεία, μια κόρη του Ωκεανού, η οποία πάντα τους συμβούλευε να φυλάγονται από τον επίφοβο Μελάμπυγο (τον άνθρωπο με τους μαύρους γλουτούς). Κάποτε συνάντησαν τον Ηρακλή την ώρα που αυτός κοιμόταν και προσπάθησαν να τον ληστέψουν. Ο Ηρακλής όμως ξύπνησε, τους συνέλαβε και τους κρέμασε ανάποδα από τις άκρες του ροπάλου του. Καθώς τους κουβάλαγε, έτσι όπως ήταν με το κεφάλι προς τα κάτω στο ύψος των σκουρόχρωμων ηλιοκαμένων  γλουτών του, θυμήθηκαν την μητρική συμβουλή και ξέσπασαν σε γέλια. Ο Ηρακλής γέλασε και αυτός μαζί τους και τους άφησε να φύγουν[3].
"Αγρέας"

 Σημειώσεις
1. M. L. West , Homeric Hymns. Homeric Apocrypha. Lives of Homer, "Cercopes", σελ. 254-257, Loeb Classical Library 496. Harvard University Press, 2003.
2. Σύμφωνα με την Σούδα (στο ομώνυμο λήμμα), οι Κέρκωπες ονομάζονταν Πάσσαλος και Άκμων και μητέρα τους  ήταν η Μεμνονίς.
3. P. Grimal, Λεξικό της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, "Κέρκωπες", USP, 1991.

Μαργίτης

Ο Μαργίτης ήταν ένα διάσημο κωμικό έπος της αρχαϊκής εποχής από το οποίο έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα[1]. Θεωρείται πρόδρομος της ιωνικής πεζογραφικής μυθιστορίας[2], ενώ ο κεντρικός του χαρακτήρας (ο Μαργίτης) ενέπνευσε συχνά τους μεταγενέστερους κωμωδιογράφους (όπως σημείωνε ήδη ο Αριστοτέλης στο Περί Ποιητικής έργο του)[3].

Ο Ηφαιστίων ο Αλεξανδρεύς μας πληροφορεί ότι το ποίημα παρουσίαζε μια ιδιάζουσα και πρωτότυπη μορφή, καθώς μεταξύ των -συνηθισμένων για έπος- δακτυλικών εξάμετρων στίχων παρεμβάλλονταν σε άνισα διαστήματα ιαμβικοί τρίμετροι[4].

"Ο Όμηρος και ο οδηγός του"
Ουϊλιάμ Αντόλφ Μπουγκερώ
(1874)
Η Σούδα αναφέρει ως δημιουργό του τον ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα Πίγρητα από την Αλικαρνασσό, αδελφό της βασίλισσας της Καρίας Αρτεμισίας[5]. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης όμως θεωρούσαν τον Μαργίτη έργο του Ομήρου[6]. Ως έργο του Ομήρου το μνημόνευαν επίσης ο Αρχίλοχος, ο Κρατίνος και ο Καλλίμαχος (όπως μας πληροφορεί ο Ευστράτιος στο έργο του Υπομνήματα εις τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη)[7]  καθώς και μεταγενέστεροι συγγραφείς της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής (π.χ. ο Ιωάννης Τζέτζης)[8].

Οι σύγχρονοι φιλόλογοι αμφιβάλλουν ωστόσο ως προς την πατρότητα του έργου. Υποθέτουν ότι το έπος γράφτηκε, ενδεχομένως στην Κολοφώνα της Ιωνίας, τον 6ο π.Χ. αιώνα ή προς το τέλος του 7ου από κάποιο άγνωστο ποιητή αρχικά σε δακτυλικό εξάμετρο. Αργότερα, ίσως, ο Πίγρης ή κάποιος άλλος ανασκεύασε το ποίημα εισάγοντας τα ιαμβικά τρίμετρα με στόχο να επαυξήσει το κωμικό του αποτέλεσμα[9] .

Μελαμπόδεια ή Μελαμποδία

Η Μελαμπόδεια ή Μελαμποδία ήταν επικό ποίημα του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα, το οποίο αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αθήναιος και ο Παυσανίας, απέδιδαν στον Ησίοδο[1]. Αποτελούνταν από τρία τουλάχιστον βιβλία και διηγιόταν την ζωή και τα κατορθώματα του μυθικού ήρωα, μάντη και θεραπευτή Μελάμποδα.

Ο Μελάμποδας και οι Προιτίδες
Ιφινόη, Λυσίππη και Ιφιάνασσα
στο ναό της Άρτεμης (4ος αι. π.Χ.)
Ο Μελάμπους, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αυτός που εισήγαγε την λατρεία του Διονύσου στην Ελλάδα και καθιέρωσε τις φαλλικές τελετουργίες (Φαλληφόρια)[2]. Ήταν επίσης ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο οι θεοί προσέδωσαν προφητικές και θεραπευτικές ικανότητες. Ως θεραπευτής απήλλαξε τις κόρες του Προίτου, του μυθικού βασιλιά της Τίρυνθας, από την μανία που τις είχε καταλάβει επειδή αψήφησαν τον Διόνυσο, και έλαβε ως αμοιβή τα δύο τρίτα του βασιλείου του. Θεράπευσε επίσης τον Ίφικλο, τον γιό του Φυλάκου, από τα προβλήματα στειρότητας που είχε παίρνοντας ως αντάλλαγμα το περίφημο κοπάδι αγελάδων του πατέρα του  (που ο Μελάμπους το ήθελε για να το χαρίσει στον αδελφό του Βίαντα προκειμένου αυτός να μπορέσει να παντρευτεί την Πηρώ, την κόρη του Νηλέως)[4].

Μικρά Ιλιάς

Η Μικρά Ιλιάς ήταν ένα από τα έπη του τρωικού κύκλου που συνέχιζαν τη διήγηση της ομηρικής Ιλιάδος, περιέγραφαν δηλαδή τα γεγονότα του τρωικού πολέμου που συνέβησαν μετά τον θάνατο και την ταφή του Έκτορα. Αποτελείτο από τέσσερα βιβλία και ως συγγραφέας της θεωρούνταν (συνήθως) ο ποιητής του 7ου π.Χ. αιώνα Λέσχης ο Μυτιληναίος.

Υπήρχαν όμως και αρχαίοι συγγραφείς που απέδιδαν τη Μικρά Ιλιάδα σε άλλους ποιητές. Ο Ησύχιος ο Μιλήσιος[1] και ο Ψευδο-Ηρόδοτος[2] την αναφέρουν ως έργο του Ομήρου· ενώ κάποιοι άλλοι, όπως μας πληροφορεί ένας αρχαίος σχολιαστής, την απέδιδαν στον Θεστορίδη τον Φωκαέα, ή τον Κιναίθωνα τον Λακεδαιμονίο, ή ακόμη τον Διόδωρο τον Ερυθραίο.[3]

Περιεχόμενο της "Μικράς Ιλιάδος"

Σύμφωνα με τη "Χρηστομάθεια" του Πρόκλου, η Αιθιοπίς (το προηγούμενο της Μικράς Ιλιάδος έπος) τελείωνε με τη διαμάχη Αίαντα και Οδυσσέα για το ποιος ήταν πιο άξιος να πάρει την πανοπλία και τα όπλα του φονευθέντος από τον Πάρη Αχιλλέα.

Η αυτοκτονία του Αίαντα
(λεπτομέρεια από ετρουσκικό αγγείο)
• Στη Μικρά Ιλιάδα τα όπλα, μετά από παρέμβαση της Αθηνάς, είχαν ήδη δοθεί στον Οδυσσέα. Ο Αίας έχανε τα λογικά του και επιτίθονταν στο κοπάδια του στρατεύματος κατασφάζοντας τα. Αργότερα συνερχόταν και ντροπιασμένος αυτοκτονούσε.

• Ο Οδυσσέας εν τω μεταξύ αιχμαλώτιζε σε ενέδρα τον Έλενο, τον μάντη γιο του Πριάμου, και μάθαινε απ' αυτόν ότι η Τροία θα καταλαμβανόταν μόνον όταν οι Αχαιοί χρησιμοποιούσαν το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή, τα οποία κατείχε ο Φιλοκτήτης. Ο Διομήδης πήγαινε να βρει τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο (όπου οι Αχαιοί τον είχαν εγκαταλείψει πριν δέκα χρόνια, όταν κακοφόρμισε η πληγή που είχε από δάγκωμα φιδιού), και τελικά τον έπειθε να έρθει μαζί του στην Τροία. Ο γιατρός Μαχάων θεράπευε τον Φιλοκτήτη και αυτός αρίστευε στη μάχη σκοτώνοντας σε μονομαχία τον Πάρη. Ο Μενέλαος έπαιρνε τότε εκδίκηση ακρωτηριάζοντας το πτώμα του Πάρη, αλλά τελικά οι Τρώες κατόρθωναν να το μεταφέρουν στην Τροία και να το ενταφιάσουν. Μετά την ταφή ο Δηίφοβος, ένας άλλος γιος του Πριάμου, παντρευόταν την Ελένη.[4]

• Ο Οδυσσέας έφερνε από τη Σκύρο τον γιο του Αχιλλέα τον Νεοπτόλεμο και του έδινε τα όπλα του πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος σκότωνε τον βασιλιά της Μυσίας Ευρύπυλο, τον γιό του Τηλέφου, που είχε έρθει να βοηθήσει τους Τρώες, και αυτοί κλείνονταν στα τείχη της πόλης τους.

• Ο Επειός κατασκεύαζε με τις συμβουλές της Αθηνάς τον Δούρειο Ίππο, ενώ ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος εισερχόταν στην Τροία για να την κατασκοπεύσει. Εκεί συναντούσε την Ελένη, η οποία τον αναγνώριζε και συνωμοτούσε μαζί του. Ο Οδυσσέας επέστρεφε στα πλοία, αφού πρώτα σκότωνε αρκετούς Τρώες. Αργότερα, ξαναέμπαινε μυστικά στην πολιορκημένη πόλη, μαζί με τον Διομήδη αυτήν τη φορά, και έκλεβαν το Παλλάδιον, το άγαλμα που προστάτευε την Τροία.

Ο Φιλοκτήτης στη Λήμνο
(αττικό αγγείο του 5ου π.Χ. αιώνα,
Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης)
• Τελικά, οι καλύτεροι πολεμιστές των Ελλήνων κρύβονταν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Οι υπόλοιποι αφού έκαιγαν τις σκηνές, διέλυαν το στρατόπεδο και επιβιβάζονταν στα πλοία προσποιούμενοι ότι τάχα λύουν την πολιορκία και αναχωρούν. Στην πραγματικότητα κρύβονταν πίσω από την Τένεδο καραδοκώντας. Οι Τρώες έπεφταν στην παγίδα και αφού γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους, οδηγούσαν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην πόλη γιορτάζοντας το δήθεν τέλος του πολέμου.

Στο σημείο αυτό, κατά τη "Χρηστομάθεια", τελείωνε η διήγηση της Μικράς Ιλιάδος. Η περίληψη όμως του έπους από τον Πρόκλο φαίνεται πως ήταν αρκετά ελλιπής. Όπως προκύπτει και από τα αποσπάσματα που σώθηκαν[5], η Μικρά Ιλιάς στην πραγματικότητα κάλυπτε ένα μεγάλο φάσμα γεγονότων του τρωικού πολέμου, στα οποία περιλαμβανόταν η άλωση της Τροίας και ο διαμοιρασμός των λαφύρων. Κάλυπτε δηλαδή και επεισόδια του πολέμου που πραγματευόταν η Αιθιοπίς και η Ιλίου Πέρσις. Ο Πρόκλος βέβαια δεν είχε άμεση πρόσβαση στα έπη του τρωικού κύκλου. Στην εποχή του τα έπη αυτά είχαν μάλλον προ πολλού χαθεί· αντλούσε τις πληροφορίες του από έργα προγενεστέρων του μυθογράφων και γραμματικών.[6]

Μινυάς (έπος)

Η Μινυάς ήταν ένα επικό ποίημα του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα το οποίο ο Παυσανίας απέδιδε με επιφύλαξη στον Πρόδικο τον Φωκαέα.[1] [2]

Ο θολωτός τάφος του Μινύα
στον Ορχομενό
Υποθέτουμε, βασιζόμενοι αποκλειστικά και μόνον στον τίτλο του έργου, ότι η Μινυάς διηγιόταν την ιστορία του Μινύα, του μυθικού βασιλιά του βοιωτικού Ορχομενού και γενάρχη των Μινύων. Ωστόσο, οι δύο -και μοναδικοί- στίχοι της Μινυάδος που σώζονται καθώς και τα σωθέντα σε πεζό λόγο αποσπάσματα αναφέρονται όλα είτε στην κάθοδο του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη[3] (με σκοπό να απαγάγουν την Περσεφόνη) είτε στη θανάτωση και στη μεταθανάτια τιμωρία ηρώων (όπως ο Μελεάγρος,[4] ο Αμφίων και ο Θάμυρις),[5] οι οποίοι με την υβριστική τους συμπεριφορά προσέβαλαν και εξόργισαν τους θεούς.

Το έπος "Οιδιπόδεια"

Οιδιπόδεια ή Οιδιποδία: έπος του 8ου π.Χ. αιώνα που διηγιόταν τους σχετικούς με τον Οιδίποδα μύθους. Αποτελούνταν, όπως μας πληροφορεί μια σωζόμενη επιγραφή[1],  από 6.600 στίχους και ενίοτε ως συγγραφέας του αναφερόταν ο Λακεδαιμόνιος ποιητής Κιναίθων[2]. Μαζί με τους Επιγόνους και την Θηβαΐδα ανήκαν στον θηβαϊκό επικό κύκλο.


1. Το περιεχόμενο της "Οιδιπόδειας" και τα αποσπάσματα που σώθηκαν

 

1.1. Ο γνωστός από την τραγική ποίηση μύθος του Οιδίποδα

Εύφορβος και Οιδίπους.
Ερυθρόμορφος αττικός αμφορέας
του ζωγράφου του Αχιλλέως (5ος αι. π.χ.)


Όπως γνωρίζουμε από τους μεταγενέστερους της Οιδιπόδειας ποιητές και μυθογράφους, ο νεογέννητος Οιδίποδας με διαταγή του πατέρα του και βασιλιά της Θήβας Λάιου οδηγήθηκε στον Κιθαιρώνα και εγκαταλείφθηκε εκεί, επειδή ο τελευταίος νόμιζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του (σύμφωνα με την οποία έμελλε να σκοτωθεί μια μέρα από τον ίδιο του τον γιο). Το εκτεθειμένο βρέφος διέσωσε ένας βοσκός, ο Εύφορβος, και το μετέφερε στην Κόρινθο, όπου ο βασιλιάς Πόλυβος και η γυναίκα του Περίβοια το μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί.

Μεγάλος πια ο Οιδίποδας πήγε στους Δελφούς και ζητώντας χρησμό έμαθε ότι επρόκειτο να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί την μητέρα του. Θορυβημένος και νομίζοντας ότι οι πραγματικοί του γονείς ήταν ο Πόλυβος και η Περίβοια, αποφάσισε να μην γυρίσει στην Κόρινθο και κατευθύνθηκε προς τη Θήβα. Στο δρόμο συνάντησε τον Λάιο, φιλονίκησε μαζί του και τον σκότωσε.
Οιδίπους και Σφιγξ.
  Τζόρτζιο ντε Κίρικο.

Μετά το φονικό, ο αντιβασιλεύων στη Θήβα Κρέων διακήρυξε ότι νέος βασιλιάς της πόλης θα γινόταν όποιος κατόρθωνε να νικήσει την Σφίγγα, το τέρας που τρομοκρατούσε την περιοχή. Ο άθλος επιτεύχθηκε από τον Οιδίποδα, ο οποίος έτσι έγινε βασιλιάς στη θέση του σκοτωμένου πατέρα του και πήρε για σύζυγό του την χήρα βασίλισσα, την Ιοκάστη (ή Επικάστη), δηλαδή την πραγματική του μητέρα. Αργότερα, όταν αποκαλύφτηκε όλη η τραγική αλήθεια, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε από ντροπή και ο απελπισμένος Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε και εγκατέλειψε την Θήβα. 


1.2. Ιδιαιτερότητες του μύθου στην "Οιδιπόδεια"

Στην Οιδιπόδεια, σε αντίθεση με τα λεγόμενα από τους τραγικούς ποιητές[3], ο Οιδίπους μετά την αποκάλυψη της αιμομιξίας και την αυτοκτονία της Ιοκάστης ξαναπαντρευόταν[4] και παρέμενε βασιλιάς της Θήβας μέχρι τον θάνατό του.

Οιδίπους και Σφίγγα.
Σύμφωνα με ένα απόσπασμα του Πεισάνδρου[5] (το οποίο έσωσε σχολιαστής του Ευριπίδη[6] και το οποίο σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι συνόψιζε το περιεχόμενο της Οιδιποδείας), ο Οιδίπους παντρεύτηκε μετά τον θάνατο της Ιοκάστης την Ευρυγάνεια, την κόρη του Υπέρφαντος, με την οποία έκανε και τα τέσσερα παιδιά του: την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Τα ίδια υπεστήριζε και ο Φερεκύδης ο Αθηναίος, ο οποίος -όπως πίστευε ο Γάλλος ελληνιστής Αλμπέρ Σεβερένς-, αντλούσε τις πληροφορίες του κατευθείαν από το αρχαίο χαμένο έπος[7]. Ο Φερεκύδης μάλιστα προσέθετε ότι και με την Ιοκάστη ο Οιδίποδας έκανε δύο γιους, τον Φράστορα και τον Λαόνυτο, οι οποίοι σκοτώθηκαν πολεμώντας εναντίον των Μινύων και του βασιλιά τους Εργίνου, και ότι μετά τον θάνατο και της Ευρυγάνειας παντρεύτηκε και πάλι με την Αστυμέδουσα αυτήν τη φορά, την κόρη του Σθένελου.[8]

Στην Οιδιπόδεια περιλαμβανόταν ενδεχομένως και η ιστορία του Χρυσίππου, του πανέμορφου γιου του Πέλοπος, που τον ερωτεύθηκε και τον απήγαγε ο βασιλιάς Λάιος με αποτέλεσμα: ο οργισμένος Πέλοπας να καταραστεί τον απαγωγέα να παραμείνει άτεκνος ή , αν ποτέ αποκτούσε γιο, να πεθάνει από το χέρι του γιου του· και η Ήρα, η θεά προστάτιδα του θεσμού του γάμου, προσβεβλημένη από την παιδεραστική πράξη, να στείλει την Σφίγγα στη Θήβα να καταβροχθίζει ζωντανούς τους νεαρούς Θηβαίους.

 

1.3. Τα αποσπάσματα

Oedipus Rex
Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ
 
Από την Οιδιπόδεια σώθηκαν δύο μόνον στίχοι[9] που μιλούν για την αρπαγή και τον φόνο από την Σφίγγα του Αίμονος, του γιου του Κρέοντος, "του πιο ωραίου και πιο ποθητού αγοριού" της Θήβας:

    ἀλλ᾿ ἔτι κάλλιστόν τε καὶ ἱμεροέστατον ἄλλων
    παῖδα φίλον Κρείοντος ἀμύμονος, Αἴμονα δῖον

(και [σκότωσε] το πιο ωραίο και πιο ποθητό αγόρι απ' όλα 
τον αγαπημένο γιό του έξοχου Κρέοντος, τον θεϊκό Αίμονα). 

 

2. "Οιδιπόδεια" του Μελήτου

Εκτός από την κυκλική Οιδιπόδεια, είναι γνωστή και μια άλλη μεταγενέστερη Οιδιπόδεια, μια τριλογία που έγραψε ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Μέλητος[10] (ο πιθανολογούμενος και ως πατέρας ενός άλλου Μέλητου, του κατήγορου του Σωκράτη).[11]

Χρήστος Μπελόπουλος   

(Το άρθρο αναρτήθηκε και στην ελληνική Βικιπαίδεια από τον διαχειριστή του ιστολογίου.)


Σημειώσεις

1. Ομηρικά: Επικός κύκλος, "Οἰδιπόδεια", σελ. 61-63, εκδ. Κάκτος, 2005.

2. W. Smith, Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, "Cinaethon", τόμ. 1, σελ. 752. Perseus

3. Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ.
 Η Σφίγγα αρπάζει έναν νέο.
•  Ευριππίδης, Φοίνισσαι.

4. Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 9.5.10-11.

5. Δεν είναι απόλυτα σίγουρο ποιος πραγματικά ήταν ο αναφερόμενος αυτός Πείσανδρος: έχουν προταθεί τα ονόματα του Πείσανδρου από την Κάμειρο, του Πείσανδρου από τα Λάρανδα ή ακόμη και του ψευδο-Πείσανδρου, του μυθογράφου της ελληνιστικής εποχής.
(Ράνια Αλεξανδράκη, Θηβαϊκές επιρροές στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, Διδακτορική διατριβή,  Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/κης, 2014.)

6. Σχόλιο στον στίχο 1760 από τις Φοίνισσες του Ευριπίδη (1.414-415 Schwartz)

7. A. Severyns, Le cycle épique dans l’école d’Aristarque, σελ. 213, Université de Liège, 1928.

8. C. Müller, Fragmenta historicorum graecorum (1841), "Pherecydis fragmenta", απόσπασμα 48, σελ. 70, τόμος I.

9. Ομηρικά: Επικός κύκλος, ό.π.
•  M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Oidipodea, Testimonium and Fragments", σελ. 38-43, Loeb Classical Library

10. A. Nauck, Tragicorum graecorum fragmenta, "Meletus:Οἰδιπόδεια", σελ. 606, Λειψία, 1899.

11. Α. Λέσκυ, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 868, εκδ. Κυριακίδη, 2011.


Οιχαλίας άλωσις

Η Οἰχαλίας ἅλωσις ήταν ένα επικό ποίημα που διηγείτο την κατάκτηση της θεσσαλικής(;) Οιχαλίας[1] από τον Ηρακλή και την απαγωγή της Ιόλης (κόρης του Ευρύτου, βασιλιά της εκπορθημένης πόλης).[2]

Συμπόσιο ανάμεσα στον Εύρυτο,
τα παιδιά του και τον Ηρακλή
(Μουσείο του Λούβρου)
Ως συγγραφές του έπους μνημονευόταν ο ποιητής του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα Κρεώφυλος ο Σάμιος ή και ο ίδιος ο Όμηρος. Σύμφωνα μάλιστα με μια παράδοση που αναφέρεται από τον Στράβωνα[3] και τη Σούδα[4] το ποίημα γράφτηκε αρχικά από τον Όμηρο, ο οποίος όμως το χάρισε τελικά στον φίλο (ή γαμβρό) του Κρεώφυλο, όταν κάποτε ο τελευταίος τον φιλοξένησε στο σπίτι του.

Από την Οἰχαλίας ἅλωσιν σώθηκαν ελάχιστα μόνον αποσπάσματα.[5]


 Σημειώσεις
1. Δεν ήταν βέβαιο, ακόμη και στην αρχαία εποχή, ποια από τις αναφερόμενες με το όνομα Οιχαλία πόλεις ήταν η Οιχαλία του Ευρύτου. (βλέπε και: Στράβων, 9.5.17)
2. Α. Λέσκυ, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 139, εκδ. Κυριακίδη.
3. Στράβων, Γεωγραφικά, 14.1.18. Perseus (Strab. 14.1.18)
4. Λεξικόν Σουΐδα, λήμμα: "Κρεώφυλος"
5. Ομηρικά - Επικός κύκλος, "Οἰχαλίας ἅλωσις", σελ. 151-155, εκδ. Κάκτος, 2005.
M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Creophylus, the capture of Oichalia: Testimonia and Fragments", σελ. 174, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια  με το ψευδώνυμο "Αγρέας".)

Πειρίθου κατάβασις

Η Πειρίθου κατάβασις  [Θησέως καὶ Πειρίθου εἰς Ἅιδου κατάβασις] ήταν ένα από τα επικά ποιήματα που ο Παυσανίας απέδιδε στον Ησίοδο.[1]

Ηρακλής, Πειρίθους και Θησεύς
(5ος π.Χ. αιώνας)
Υποθέτουμε πως διηγιόταν την κάθοδο των δύο ηρώων στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου με σκοπό να κλέψουν την Περσεφόνη που ο Πειρίθους την ήθελε για γυναίκα του. Από άλλες διηγήσεις[2] γνωρίζουμε ότι ο Άδης κατάλαβε το σχέδιο τους και με δόλο τους έβαλε να καθίσουν στον θρόνο της λήθης. Έμειναν εκεί μαρμαρωμένοι για πολύ καιρό μέχρι που ήρθε ο Ηρακλής, ο οποίος κατόρθωσε να ελευθερώσει τον Θησέα, αλλά όχι και τον Πειρίθου που έμεινε για πάντα αλυσοδεμένος στον Κάτω Κόσμο.[3]

Από την Πειρίθου κατάβασιν δεν σώθηκε κανένα απόσπασμα. Πιθανολογείται μόνον ότι οι 27-30 μισοκατεστραμμένοι στίχοι ενός παπυρικού αποσπάσματος που περιγράφουν την συνάντηση του νεκρού Μελεάγρου με τον Θησέα και τον Πειρίθουν[4] ανήκαν ίσως στο έπος αυτό. (Θα μπορούσαν βέβαια να ανήκουν και στην Μινυάδα στην οποία επίσης, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας,[5] περιγραφόταν η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη).
"Αγρέας"

1. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 9.31.5.
2. Κ. Κερένυϊ, Η μυθολογία των Ελλήνων, σελ. 482, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996.
3. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Επιτομή, 1.24·
[Θησεὺς δὲ μετὰ Πειρίθου παραγενόμενος εἰς Ἅιδου ἐξαπατᾶται, καὶ ὃς ὡς ξενίων μεταληψομένους πρῶτον ἐν τῷ τῆς Λήθης εἶπε καθεσθῆναι θρόνῳ, ᾧ προσφυέντες σπείραις δρακόντων κατείχοντο. Πειρίθους μὲν οὖν εἰς ἀίδιον δεθεὶς ἔμεινε, Θησέα δὲ Ἡρακλῆς ἀναγαγὼν ἔπεμψεν εἰς Ἀθήνας. ἐκεῖθεν δὲ ὑπὸ Μενεσθέως ἐξελαθεὶς πρὸς Λυκομήδην ἦλθεν, ὃς αὐτὸν βάλλει κατὰ βαράθρων καὶ ἀποκτείνει]. Perseus
4. M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC, "Ibscher papyrus", σελ. 271-273, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003.
5. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 10.28.2.
 (Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια  με το ψευδώνυμο "Αγρέας".)

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *