"Χρηστομάθεια" του Πρόκλου

Η Χρηστομάθεια[1] [Χρηστομαθείας γραμματικῆς Ἐκλογαί] φαίνεται πως ήταν ένα εγχειρίδιο λογοτεχνίας γραμμένο από κάποιον Πρόκλο -που μερικοί ταυτίζουν με τον Πρόκλο τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο του 5ου μ.Χ. αιώνα και κάποιοι άλλοι με τον Ευτύχιο Πρόκλο, γραμματικό του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το έργο πλέον έχει χαθεί,[2] σώζεται όμως μια σύντομη επιτομή του στην Βιβλιοθήκη του Φωτίου (9ος μ.Χ. αι.)[3] καθώς και κάποια αποσπάσματα σε βυζαντινά χειρόγραφα.[4]


Η επιτομή του Φωτίου

Σύμφωνα με τον Φώτιο, ο Πρόκλος άνοιγε την Χρηστομάθεια αναφέροντας τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ πρόζας και ποίησης και συνέχιζε με μια περισσότερο διεξοδική παρουσίαση των επιμέρους ποιητικών ειδών.

Δελφική Σίβυλλα
Τοιχογραφία του Μιχαήλ Άγγελου
στην Καπέλα Σιξτίνα
Για τον Επικό κύκλο έλεγε ότι περιελάμβανε όλες τις διηγήσεις από την μυθολογική ένωση του Ουρανού και της Γης (από τη οποία γεννήθηκαν οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες) μέχρι τον επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και την μετέπειτα κατά λάθος δολοφονία του από τον γιό του Τηλέγονο -δολοφονία που σηματοδοτεί και το τέλος της μυθικής και ηρωικής εποχής.

Την απαρχή του έπους την ανήγε στην ιέρεια του Απόλλωνος και προφήτισσα Φημονόη, η οποία συνήθιζε να δίνει τους χρησμούς της σε δακτυλικό εξάμετρο, ενώ ως σημαντικότερους εποποιούς μνημόνευε τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πανύασι, τον Πείσανδρο, και τον Αντίμαχο.[5]

Στην συνέχεια αναφερόταν στην ελεγεία και στον ίαμβο,[6] καθώς και στις διάφορες κατηγορίες της μελικής ποίησης· μνημόνευε επίσης τους κύριους εκπροσώπους του κάθε ποιητικού είδους.


Τα περιεχόμενα των χαμένων επών του Τρωικού κύκλου

Η Χρηστομάθεια του Πρόκλου είναι το μοναδικό έργο της αρχαιότητας που μας δίνει, περιληπτικά έστω, το περιεχόμενο των χαμένων επών του Τρωικού Κύκλου. Εκτός από την επιτομή του Φωτίου σώθηκαν και μερικά αποσπάσματα του έργου, τα οποία (με εξαίρεση το απόσπασμα που αναφέρεται στα Κύπρια Έπη), βρίσκονται όλα στον περίφημο κώδικα Venetus A της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.[7]

Πολιπόρθης

O Πολιπόρθης[1]Πτολιπόρθης κατά τον Παυσανία)[2] ήταν ο μικρότερος γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Γεννήθηκε όταν ο Οδυσσέας έλειπε από την Ιθάκη και είδε για πρώτη φορά τον πατέρα του όταν αυτός επέστρεψε στο νησί μετά από πολυετή απουσία.

Σύμφωνα με τον Πρόκλο, τον συγγραφέα της Γραμματικής Χρηστομάθειας, αυτό συνέβη όταν ο Οδυσσέας ξαναγύρισε στην Ιθάκη από την Θεσπρωτία, (όπου είχε πάει μετά την μνηστηροφονία, είχε παντρευτεί την βασίλισσα των Θεσπρωτών Καλλιδίκη και είχε κάνει μαζί την έναν άλλο γιο, τον Πολυποίτη).[3] Γεγονότα που περιγράφονταν στα χαμένα έπη Τηλεγόνεια και Θεσπρωτίδα.


1. Ο πορθητής πόλεων: από το πόλις + πέρθω [εκπορθώ].
2. Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Αρκαδικά, 12.6.
3. R. Westphal, "Πρόκλου, Χρηστομαθείας Γραμματικής Β΄", στο: Scriptores metrici graeci (1866), σελ. 241.
•  Απολλόδωρος, Επιτομή Βιβλιοθήκης, 7.35.
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Αιγίμιος, ο μυθικός νομοθέτης των Δωριέων

Ο Αιγίμιος Αιγιμιός), ο γιος του Δώρου, ο αρχαιότερος νομοθέτης της δωρικής φυλής σύμφωνα με τον Πίνδαρο,[1] ήταν γενάρχης και βασιλιάς των Δωριέων της Θεσσαλίας.

Όταν οι Λαπίθες με πολυάριθμο στρατό εισέβαλαν στην χώρα του, ο Αιγίμιος ζήτησε τη βοήθεια του Ηρακλή τάζοντας του το ένα τρίτο του βασιλείου του. Ο Ηρακλής νίκησε τους Λαπίθες και σκότωσε τον Κόρωνο, τον βασιλιά τους, και τον σύμμαχό του Λαογόρα, τον βασιλιά των Δρυόπων.[2] Το μερίδιο όμως του βασιλείου, που αντιστοιχούσε στην αμοιβή του, το άφησε παρακαταθήκη στον Αιγίμιο με εντολή να το αποδώσει στους απογόνους του και ο ίδιος αναχώρησε για τη Τραχίνα.[3]

Αργότερα ο Ύλλος, ο γιος του Ηρακλή, προσπάθησε επικεφαλής των Ηρακλειδών να καταλάβει την Πελοπόννησο. Σκοτώθηκε όμως σε μονομαχία από τον Έχεμο, τον βασιλιά των Τεγεατών, και οι Ηρακλείδες γύρισαν προσωρινά πίσω. Μια ομάδα τους κατέφυγε στον Αιγίμιο, ζήτησε πίσω το μερίδιο του βασιλείου που τους είχε κληροδοτήσει ο πρόγονος και γενάρχης τους και εγκαταστάθηκε σ' αυτό.[4]

Ο Αιγίμιος είχε και δύο γιους, τον Πάμφυλο και τον Δυμάνα[5] από τους οποίους πήραν τα ονόματά τους δύο από τις Δωρικές φυλές: οι Πάμφιλοι και οι Δυμάνες. (Μια τρίτη φυλή, οι Υλλείς, πήρε το όνομά της από τον Ύλλο.)

Τους αγώνες του Αιγίμιου και του Ηρακλή ενάντια στους Λαπίθες και τους Δρύοπες διηγιόταν ένα χαμένο έπος ("Αιγίμιος"), που οι αρχαίοι απέδιδαν άλλοτε στον Ησίοδο και άλλοτε στον Κέρκωπα τον Μιλήσιο.[6] 
 

1. Πίνδαρος, Πυθιόνικοι, I (Ιέρωνι Αιτναίω, άρματι), 120.
         γιατί θέλουνε
         του Πάμφυλου οι απόγονοι και των Ηρακλειδών,
         που κάτω απ' του Ταΰγετου τους λόφους κατοικούν,
         πάντα πιστοί στου Αιγιμιού να μένουν τους θεσμούς.
         (μτφ. Ιωάννης Γρυπάρης).
2. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Β΄, 7.7.
3. Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική βιβλιοθήκη, 4.37
4. Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική βιβλιοθήκη, 4.58.
5. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Β΄, 8.3.
6. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, βιβλίον XI. p 503. Perseus (Ath. 11.109)
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Πείρας

1. Πείρας: σύζυγος της θεάς Στύγας και πατέρας της Έχιδνας -σύμφωνα με μια παλιά χαμένη παράδοση που μνημονεύει ο Παυσανίας επικαλούμενος τον Επιμενίδη.[1]

2. Πείρας[2] ή Πείρασος[3] ή Πείρανθος: γιος του του βασιλιά της Πελοποννήσου Άργους και της κόρης του Στρυμόνος Ευάδνης.


1. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις , VIII (Αρκαδικά), 18.2·
    [Ἐπιμενίδης δὲ ὁ Κρὴς εἶναι μὲν καὶ οὗτος θυγατέρα Ὠκεανοῦ τὴν Στύγα ἐποίησε, συνοικεῖν δὲ αὐτὴν οὐ Πάλλαντι, ἀλλὰ ἐκ Πείραντος Ἔχιδναν τεκεῖν, ὅστις δὴ ὁ Πείρας ἐστί].
2.  Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, βιβλίον Β', 1.2·
    [Ἄργος δὲ λαβὼν τὴν βασιλείαν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τὴν Πελοπόννησον ἐκάλεσεν Ἄργος, καὶ γήμας Εὐάδνην τὴν Στρυμόνος καὶ Νεαίρας ἐτέκνωσεν Ἔκβασον Πείραντα Ἐπίδαυρον Κρίασον, ὃς καὶ τὴν βασιλείαν παρέλαβεν].
3.  Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησης, "Κορινθιακά", 16.1.

Ευρυγάνεια / Ευρυγάνη

Η Ευρυγάνεια ή Ευρυγάνη, η κόρη του Υπέρφαντα (ή του Τεύθραντα ή ακόμη του Λαπίθη Περίφαντα)[1], ήταν -κατά μία πολύ αρχαία παράδοση- η δεύτερη γυναίκα του Οιδίποδα μετά τον απαγχονισμό της Ιοκάστης. Μαζί της (και όχι με την Ιοκάστη) ο Οιδίπους απέκτησε τα τέσσερα παιδιά του: την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη[2].

Σύμφωνα όμως μια άλλη παραλλαγή του μύθου, η Ευρυγάνεια ήταν σύζυγος του Λάιου, και άρα μητέρα ή, ίσως, μητριά του Οιδίποδα.[3] 


1. Πιέρ Γκριμάλ, Λεξικό της ελληνικής μυθολογίας, λήμμα: "Οιδίποδας", USP, 1991.
2. ό.π., λήμμα: "Ευρυγάνεια".
3. ό.π., λήμμα: "Λάιος"".
4. Αρχαίες πηγές για την Ευρυγάνεια:
• Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 9.5.11.
• Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3.5.8.
  Σχόλιο στις Φοίνισσες του Ευριπίδη, στον στίχο 1760.
•  Φερεκύδης ο Αθηναίος, απόσπασμα 48, (C. Müller, Fragmenta historicorum graecorum (1841), "Pherecydis fragmenta", σελ. 70, τόμος I).
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Φιλοστέφανος, o στρατηγός του Πτολεμαίου Λάθυρμου

Ο Φιλοστέφανος ήταν στρατηγός του Πτολεμαίου Σωτήρος του Β΄ (του επονομαζόμενου κοροϊδευτικά και Λάθυρμου).

Συμμετείχε στην εκστρατεία του Πτολεμαίου εναντίον του βασιλιά των Εβραίων Αλέξανδρου Ιανναίου. Στη μάχη που έγινε κοντά στις όχθες του Ιορδάνη, στην τοποθεσία την αποκαλούμενη Ασωφών, συνέτριψε τον στρατό του Ιανναίου και οι άνδρες του κατάσφαξαν (σύμφωνα με τον Τιμαγένη) τρεις έως πέντε χιλιάδες υποχωρούντες Εβραίους στρατιώτες.[1]


1. Φλάβιος Ιώσηπος, Ιστορίαι της ιουδαϊκής αρχαιολογίας, 13.12.5.
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Ανδρόμαχος ο Ταυρομενίτης

Ο Ανδρόμαχος, ο πατέρας του ιστορικού Τιμαίου, ήταν ιδρυτής και κυβερνήτης του Ταυρομενίου περί τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα.

Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Ανδρόμαχος κατόρθωσε (μετά την καταστροφή της σικελικής Νάξου από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο) να συγκεντρώσει τους εναπομείναντες διασκορπισμένους Ναξίους στον παρακείμενο της κατεστραμμένης πόλης  λόφο Ταύρο. Εκεί, ίδρυσε το 358 π.Χ. την νέα τους πόλη ονομάζοντάς την Ταυρομένιο(ν). Η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα και απέκτησε δύναμη και πλούτο.[1]

Ο Ανδρόμαχος κυβέρνησε το Ταυρομένιο με τρόπο δίκαιο και νόμιμο. Μισούσε την τυραννία και έτσι, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, όταν ο Κορίνθιος στρατηγός Τιμολέων αποβιβάσθηκε στην Σικελία για να πολεμήσει εναντίον του τυράννου των Λεοντίνων Ικέτα και των Καρχηδονίων συμμάχων του, ο Ανδρόμαχος έσπευσε να τον βοηθήσει. Πείθοντας τους Ταυρομενίτες να αγωνισθούν μαζί με τους Κορινθίους για την απελευθέρωση της Σικελίας, κατέστησε το Ταυρομένιο ορμητήριο των στρατευμάτων του Τιμολέοντος.[2]


 Σημειώσεις
1. Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, ιστ΄, 7 & 68.8·
   [ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ἀνδρόμαχος ὁ Ταυρομενίτης, Τιμαίου μὲν τοῦ τὰς ἱστορίας συγγράψαντος πατὴρ ὤν, πλούτῳ δὲ καὶ ψυχῆς λαμπρότητι διαφέρων ἤθροισε τοὺς ἐκ τῆς Νάξου τῆς κατασκαφείσης ὑπὸ Διονυσίου περιλειφθέντας. οἰκίσας δὲ τὸν ὑπὲρ τῆς Νάξου λόφον τὸν ὀνομαζόμενον Ταῦρον καὶ μείνας κατ᾽ αὐτὸν πλείω χρόνον ἀπὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ταύρου μονῆς ὠνόμασε Ταυρομένιον. ταχὺ δὲ τῆς πόλεως ἐπίδοσιν λαμβανούσης οἱ μὲν οἰκήτορες μεγάλους περιεποιήσαντο πλούτους, ἡ δὲ πόλις ἀξιόλογον ἀξίωμα περιποιησαμένη τὸ τελευταῖον ἐν τῷ καθ᾽ ἡμᾶς βίῳ Καίσαρος ἀναστήσαντος τοὺς Ταυρομενίτας ἐκ τῆς πατρίδος τῶν Ῥωμαίων ἀποικίαν ἐδέξατο].
2. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, "Τιμολέων", 10 & 11·
    […καὶ κατήχθησαν εἰς Ταυρομένιον τῆς Σικελίας, ὑποδεχομένου καὶ καλοῦντος αὐτοὺς ἔκπαλαι προθύμως Ἀνδρομάχου τοῦ τὴν πόλιν ἔχοντος καὶ δυναστεύοντος. οὗτος ἦν πατὴρ Τιμαίου τοῦ ἱστορικοῦ, καὶ πολὺ κράτιστος τῶν τότε δυναστευόντων ἐν Σικελίᾳ γενόμενος, τῶν θ' ἑαυτοῦ πολιτῶν ἡγεῖτο νομίμως καὶ δικαίως, καὶ πρὸς τοὺς τυράννους φανερὸς ἦν ἀεὶ διακείμενος ἀπεχθῶς καὶ ἀλλοτρίως. διὸ καὶ Τιμολέοντι τότε τὴν πόλιν ὁρμητήριον παρέσχε, καὶ τοὺς πολίτας ἔπεισε συναγωνίζεσθαι τοῖς Κορινθίοις καὶ συνελευθεροῦν τὴν Σικελίαν…].
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Αδαίος ο Αλεκτρυών

Ο Αδαίος ή Αδδαίος (4ος αι. π.Χ.), ο αποκαλούμενος Αλεκτρυών [κόκορας], ήταν Μακεδόνας στρατιωτικός, αρχηγός των μισθοφόρων του Φιλίππου Β'. Σκοτώθηκε από τον Αθηναίο στρατηγό Χάρη στα Κύψελα της Θράκης[1].

Διακωμωδήθηκε από τους κωμικούς ποιητές Αντιφάνη και Ηρακλείδη[2] και η φράση "Φιλίππου Ἀλεκτρυών" έγινε παροιμιώδης. Λεγόταν, όπως μας πληροφορεί ο παροιμιογράφος Ζηνόβιος, για αυτούς που είχαν την τάση να καυχιούνται υπερβολικά για ασήμαντα κατορθώματα[3].


1. Ευσταθιος Θεσσαλονίκης, Commentarii ad Homeri Odysseam, σελ. 142, τομ. I, Λειψία, 2825.
2. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.43.
3. Ζηνόβιος, Επιτομή παροιμιών, 6.34.
(Το άρθρο αναρτήθηκε από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)

Γουλιέλμος Σμιθ (William Smith)

Ο Γουλιέλμος Σμιθ (1813-1893) υπήρξε διακεκριμένος Άγγλος κλασικός φιλόλογος και λεξικογράφος.

Γουλιέλμος Σμιθ
Γεννήθηκε το 1813 στο Ένφιλντ (Enfield) σε μια αντικομφορμιστική οικογένεια. Σπούδασε αρχικά θεολογία και εργάσθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα σε νομικό γραφείο. Αργότερα ξεκίνησε τις φιλολογικές του σπουδές, ειδικεύτηκε στη μελέτη της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και δημοσίευσε αρκετές εργασίες ή άρθρα πάνω σε θέματα της κλασικής φιλολογίας πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην λεξικογραφία.[1]

Το 1842 δημοσίευσε το Λεξικό των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, το 1849 το Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής βιογραφίας και μυθολογίας και το 1854 το Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας. Ακολούθησε το Λεξικό της Βίβλου (1860- 1865), ο Ιστορικός Άτλας της αρχαίας γεωγραφίας, βιβλικής και κλασσικής (1875), το Λεξικό των χριστιανικών αρχαιοτήτων (1875-1880) και το Λεξικό της χριστιανικής βιογραφίας (1877-1887) -τα τελευταία σε συνεργασία με άλλους.

Από το 1863 έως το 1869, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, εργάσθηκε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ από το 1867 έως τον θάνατό του (τον Οκτώβριο του 1893) διετέλεσε διευθυντής της ονομαστής λογοτεχνικής και πολίτικης επιθεώρησης Quarterly Review (1809-1967).[2]

Άλμπιν Λέσκυ

Ο Αυστριακός  Άλμπιν Λέσκυ (Albin Lesky) ήταν κλασσικός φιλόλογος και ελληνιστής - από τους κορυφαίους του προηγούμενου αιώνα.

Γεννήθηκε το 1896 στο Γκρατς. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ακαδημαϊκός. Το 1972 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πέθανε στο Ίνσμπρουκ, το 1981, σε ηλικία 85 ετών.

Τα σημαντικότερα συγγράμματά του, που κυκλοφορούν επίσης και στα ελληνικά, είναι "Η ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας" και "Η τραγική ποίηση των Ελλήνων".[1] 


1. Albin Lesky, Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας, μτφ. Αγαπητός  Τσομπανάκης, εκδ. Κυριακίδη, 1998..
•  Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων (δύο τόμοι), μτφ. Νίκος Χουρμουζιάδης, εκδ. ΜΙΕΤ, 1989.
*Παραλλαγή του άρθρου αυτού δόθηκε για δημοσίευση στην ελληνική Βικιπαίδεια.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *