Ο Γουλιέλμος Σμιθ (1813-1893) υπήρξε διακεκριμένος Άγγλος κλασικός φιλόλογος και λεξικογράφος.
Γεννήθηκε το 1813 στο Ένφιλντ (Enfield) σε μια αντικομφορμιστική οικογένεια. Σπούδασε αρχικά θεολογία και εργάσθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα σε νομικό γραφείο. Αργότερα ξεκίνησε τις φιλολογικές του σπουδές, ειδικεύτηκε στη μελέτη της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και δημοσίευσε αρκετές εργασίες ή άρθρα πάνω σε θέματα της κλασικής φιλολογίας πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην λεξικογραφία.[1]
Το 1842 δημοσίευσε το Λεξικό των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, το 1849 το Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής βιογραφίας και μυθολογίας και το 1854 το Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας. Ακολούθησε το Λεξικό της Βίβλου (1860- 1865), ο Ιστορικός Άτλας της αρχαίας γεωγραφίας, βιβλικής και κλασσικής (1875), το Λεξικό των χριστιανικών αρχαιοτήτων (1875-1880) και το Λεξικό της χριστιανικής βιογραφίας (1877-1887) -τα τελευταία σε συνεργασία με άλλους.
Από το 1863 έως το 1869, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, εργάσθηκε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ από το 1867 έως τον θάνατό του (τον Οκτώβριο του 1893) διετέλεσε διευθυντής της ονομαστής λογοτεχνικής και πολίτικης επιθεώρησης Quarterly Review (1809-1967).[2]
![]() |
Γουλιέλμος Σμιθ |
Το 1842 δημοσίευσε το Λεξικό των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, το 1849 το Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής βιογραφίας και μυθολογίας και το 1854 το Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας. Ακολούθησε το Λεξικό της Βίβλου (1860- 1865), ο Ιστορικός Άτλας της αρχαίας γεωγραφίας, βιβλικής και κλασσικής (1875), το Λεξικό των χριστιανικών αρχαιοτήτων (1875-1880) και το Λεξικό της χριστιανικής βιογραφίας (1877-1887) -τα τελευταία σε συνεργασία με άλλους.
Από το 1863 έως το 1869, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, εργάσθηκε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ από το 1867 έως τον θάνατό του (τον Οκτώβριο του 1893) διετέλεσε διευθυντής της ονομαστής λογοτεχνικής και πολίτικης επιθεώρησης Quarterly Review (1809-1967).[2]